17-9-2007,Σουρωτή Θεσσαλονίκης, στην Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, όπου ενταφιάστηκε ο Άγιος Παΐσιος o Αγιορείτης. Πήγα να γιορτάσω τα γενέθλιά μου, και… ω!!! Τι θαυμαστά είδαν τα μάτια μου!Έτσι γνώρισα τον Άγιο Παΐσιο. Κείνο τον καιρό, άκουγα συχνά για τον Άγιο, μα το σημαντικότερο, μια κοπέλα μου είχε εξιστορήσει με λεπτομέρεια τα βαριά της προβλήματα, κι ότι πήγε, του μίλησε, εκείνος της απάντησε κι όλα τα άσχημα πέρασαν. Κάθε άνθρωπος βέβαια είναι περίπτωση ξεχωριστή, αλλά κάθε άνθρωπος είναι παιδί του ίδιου Θεού.
Ξεκίνησα νωρίς το πρωί, μα έφτασα μεσημέρι γιατί μπερδεύτηκα πολλές φορές στο δρόμο. Λάβαινα συνεχώς λάθος πληροφορίες, ως και λεωφορείο πήρα μ’ αντίθετη κατεύθυνση. Ο ήλιος έκαιγε πολύ, και καθώς δεν άντεχε η υγεία μου την ταλαιπωρία, μου φάνηκε παράξενο που ήμουν τόσο ξεκούραστη. Κάποτε έφτασα, και μάλιστα, δεν μπήκα από την κεντρική πόρτα του Μοναστηριού, αλλά από ένα χωράφι, εξωτερικά, …δε ξέρω πως το κατάφερα κι αυτό, το θαύμα όμως ήταν ότι έφτασα! Ήταν εκεί δύο Μοναχές που σκάλιζαν. Ξαφνιάστηκαν που με είδαν…
«Α… ένα κορίτσι! Πώς βρέθηκες κορίτσι μου εσύ εδώ;» «Ευλογείτε. Ήρθα να γιορτάσω τα γενέθλια μου», απάντησα.
Γελώντας, μου είπαν με γλυκιά φωνή, «εδώ βρήκες να τα γιορτάσεις;» «Ναι», είπα γελώντας κι εγώ. «Έλα πάνω», μου είπαν. Ήταν ένα μικρό ύψωμα το σημείο εκείνο, κι ανέβηκα. «Εδώ λοιπόν είναι ο Άγιος Παΐσιος!» είπα μέσα μου. «Εδώ είναι η αγιότητά του!»
Μπαίνοντας στο Μοναστήρι, με βλέμμα ανήσυχο δεξιά κι αριστερά, γεμάτη αγωνία, αφού έψαχνα τον τάφο, μέχρι που… «Θα μείνεις εδώ απόψε;» με ρώτησε η Μοναχή. «Ναι», απάντησα. «Αν είναι, να το πω στην Ηγουμένη να λάβεις Ευχή», μου είπε. Δε κατάλαβα πότε βρέθηκα σ’ ένα πολύ όμορφο δωμάτιο και μετά να συνομιλώ με τις Μοναχές, ο χρόνος δεν είχε ρολόι. Με ρωτούσαν με τι ασχολούμαι, και μόλις άκουσαν ότι γράφω και τραγούδια, «άντε, απόψε να γράψεις κι ένα τραγούδι εδώ ή ένα ποίημα», μου είπαν με χαρά, και έτσι έγινε…
1. Πως ζήλεψα Γέροντα την ιερή σιωπή σου, τον άγιο τον κόσμο σου και την απόφασή σου, κει που ενώνει ο ουρανός με ένα κομμάτι γη, να σκεπαστεί το σώμα σου που φύλαε την ψυχή…
2. Πως πόθησα Γέροντα μια στάλα απ’ τη ζωή σου, στο αίμα μου να κύλαγε και μες στην προσευχή μου, η ελπίδα να ζωντάνευε πριν σβήσει στην καρδιά κι η αμαρτία μου χαρεί να ανέβει τα σκαλιά…
3. ‘’Πράσινο’’ ολόγυρα, τα μάτια μου αγκαλιάζουν, και χωρίς να με ρωτούν, ότι θα’ ρθώ Σου τάζουν.
Όταν αντίκρισα τον άγιο τάφο, ρίγος κατέλαβε σώμα και ψυχή. «Εδώ λοιπόν είναι Εκείνος, εδώ είναι η αγιότητά Του, εδώ είναι η ζωή», ξανασκέφτηκα. Έλαβα ευχή κι έκανα και διακόνημα, πρόσεχα τον τάφο, έβγαζα τα πετραδάκια και τα φυλλαράκια από το χώμα, καθάριζα τα βάζα με τα λουλούδια, και… να, εμπρός εις το ποίημα που έγραψε ο Άγιος Παΐσιος που βρίσκεται στην μαρμάρινη πλάκα, τι δάκρυα ήρθαν… Ξάφνου, σα να τελείωνε η ζωή μου, φοβόμουν πως δεν έκανα τίποτα από όσα έπρεπε να κάνω. Και θα προλάβαινα άραγε ή ήταν αργά; Όχι, όχι, όχι, όσο ζούμε, ποτέ δεν είναι αργά για μία νέα αρχή, αλλά μην καθυστερούμε. Καθυστερήσεις κι αναβλητικότητες, τέλος.
Θυμήθηκα τότε την κοπέλα που μου είπε, «σαν πας, σκύψε στον τάφο του και μίλησε του, θα σε ακούσει και θα τον ακούσεις». Η αίσθηση ότι ήταν εκεί ολοζώντανος, με οδήγησε να σκύψω και να του μιλήσω. Η εμπειρία μου δεν περιγράφεται. Άκουγα μέσα στο κεφάλι μου τη φωνή του, με λόγια που αδύνατον να τα σκεφτεί άνθρωπος.
Μία πιστή κυρία, φεύγοντας, με ρώτησε αν μπορεί να πάρει μαζί της λίγο χώμα από τον τάφο του Αγίου. Το ανέφερα στη Ηγουμένη κι έδωσε ευχή για να πάρει. Ο χρόνος είχε σταματήσει. Καθώς έκανα μια βόλτα στον κήπο, είδα που μπήκε απ’ την κεντρική πόρτα μια μεγάλη χελώνα. «Είναι εδώ, στο Μοναστήρι, έρχεται συνέχεια», μου είπαν οι Μοναχές. Έτρεχα κι έπαιζα με τη χελώνα, κι εκείνες γελούσαν σιωπηλά και σεμνά.
Ο ήλιος έδυσε. Ύπνος γαλήνιος έκλεισε τα μάτια μου λίγες ώρες, κι η δεύτερη μέρα ξεκίνησε με τη λαχτάρα μου να ξαναπάω στον τάφο του Αγίου.
Φεύγοντας, πήρα κι εγώ Ευχή, να έχω λίγο χώμα από τον άγιο τάφο του, μια στάλα χώμα που σκέπαζε το σωματάκι του. Τι ευλογία, και ω, τι να σας πω…
Λίγες μέρες μετά, σπίτι μου, κάτι με προβλημάτιζε. Άνοιξα το κουτάκι με το χώμα, σκεπτόμενη τον Άγιο Παΐσιο. Ευωδία πλημμύρισε, άγιο μύρο, δεν περιγράφεται!!! Έτρεξα αμέσως στα παιδιά μου και τα ρώτησα, «Μυρίζετε κάτι;» «Όχι», μου είπαν. «Αν είναι από το Θεό, να μυρίσετε. Ειδάλλως, να πάψω κι εγώ να μυρίζω», είπα. Τότε, η ευωδία πλημμύρισε όλο το δωμάτιο, κι εκείνα τινάχτηκαν λέγοντας, «Ναι, ναι, άρωμα μαμά!!!»
Επί ώρα πολύ, όλο το σπίτι ευωδίαζε!!! Είναι ο Άγιος που έρχεται, σου μιλάει και σε κατευθύνει. Όταν τον επικαλεστείς, δεν υπάρχει καμία περίπτωση η φωνή που θα ηχήσει μέσα σου να μην είναι η δική του. Τόσο φυσική η αγία επικοινωνία τελικά, στο παράδοξό της.
Έφη Πασχάλη