#Προσωπικότητες - Συνεντεύξεις

Εξηκίας Τριβουλίδης, ο Γλύπτης του Έρωτα

Συνέντευξη στην Έφη Πασχάλη 13/1/2016

O Γλύπτης του Έρωτα, σε μία μοναδική Συνέντευξη Δημιουργικής Σταδιοδρομίας, ευχάριστη, εμπειρική, διδακτική, κερδίζει συνεχώς την αγάπη και το θαυμασμό του κόσμου, δείτε γιατί…

Θέλω να σε πάω πολύ πίσω, να δω πως ήταν ο Εξηκίας στα παιδικά του χρόνια, κι αν έζησε μέσα στην Τέχνη ή την ανακάλυψε μετά.

Πόσες χιλιάδες χρόνια πίσω;

Περίπου εκατό…

Είμαστε οικογένεια Καλλιτεχνών. Μητέρα, πατέρας, γιαγιάδες, πάμε δηλαδή γενεές πίσω. Όντως εκατό χρόνια όπως είπες, δεν ήταν αστείο, ήτανε τελικά μια αλήθεια. Και όντως, σε αυτόν τον χώρο των Τεχνών, δηλαδή, να παίζει πιάνο ο πατέρας μου και να συνθέτει η αδερφή του, κλασική ζωγράφος η μητέρα μου, πρωτοποριακός ζωγράφος ο πατέρας μου, διαφορετικές δηλαδή τεχνοτροπίες… Εμπειρίες από τη γιαγιά μου, ζωγράφος κι αυτή, με πίνακες σε μετάξι, γεννημένη το 1892, υπό την κηδεμονία του Λέων Μελά, αδερφό του Παύλου Μελά, γιατί ήτανε κόρη οπλαρχηγού από την Κρητική Επανάσταση. Καθημερινό μου βίωμα, ένα περιβάλλον ‘’βαρύ’’, κλασικό και καλλιτεχνικό, με πάρα πολλούς πίνακες οι οποίοι χάθηκαν στην πάροδο των χρόνων. Είχα λοιπόν εκτεθεί στην τέχνη απ’ τα παιδικά μου χρόνια, και το θεωρούσα ως κάτι φυσιολογικό, καθημερινό βίωμα.

Ήσουν παιδί που έπαιζε;

Έπαιζα μεν, αλλά καθόμουν με τη γιαγιά μου, έπαιρνα το τηλεσκόπιο του παππού μου που ήταν του 1920, φωτογραφικές μηχανές σα φυσαρμόνικα, τα σαμοβάρια με τα τσάγια, από Έλληνες της Αιγύπτου, πλούσια σπίτια. Όλο αυτό, «γράφει» στο σκληρό σου δίσκο, κάπου στον εγκέφαλο, και το υπόλοιπο καλλιτεχνικό νομίζω έγινε κάπως έτσι.

Το ξεκίνημα σου;

Όταν ζωγράφιζε η μητέρα μου, συνήθως βράδια, κι ενώ μας έβαζε για ύπνο, εγώ πήγαινα κάτω από το πιάνο του πατέρα μου, ένα πιάνο με ουρά, ή κάτω από τα έπιπλα, και την κοίταζα μες στο σκοτάδι δίχως να μιλώ καθόλου. Ποιός ξέρει τι ήταν αυτό που κατέγραψε ο εγκέφαλος… Κάτι ‘’απαγορευμένο’’, γιατί μας έβαζε να κοιμηθούμε; Κάτι το οποίο κάνουν οι μεγάλοι, και γιατί το βλέπω σαν παιδί; Κάπου καταγράφτηκε όλο αυτό στη μνήμη, και το θεωρούσα αυτονόητο να ζωγραφίζω. Σε ηλικία 8 με 12 ετών, σχεδίαζα από εικονογραφημένα Μίκι Μάους, ταρζάν και ινδιάνους της Αμερικής. Μου άρεσε να προσπαθώ να αντιγράψω αυτά, και τώρα που το σκέφτομαι, το αίσθημα της ελευθερίας ίσως. Ο Ταρζάν, ο λευκός από την Ευρώπη την καταπιεσμένη, στη ζούγκλα μέσα βασιλιάς των θηρίων, κι οι Ινδιάνοι οι επαναστάτες…

Υποσυνείδητα λοιπόν ήθελες την ελευθερία.

Ελευθερία, Δράση, Επανάσταση. Σου βγαίνει!

Ακολούθησαν σπουδές;

Άρχισα ζωγραφική. Έχω ακόμη πίνακα από 18 χρονών, αλλά σπούδασα και σε Πανεπιστήμιο στην Αμερική. Έμεινα 25 χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Βιρτζίνια, στα προάστια της Ουάσιγκτον. Πήρα δύο διπλώματα, Ιστορία τέχνης με δευτερεύον Αρχαιολογία, και Καλών Τεχνών με δευτερεύον κλασικές επιστήμες. Όλα έχουν να κάνουν με τέχνη, Αρχαία Ελλάδα και Ρώμη, το θρησκευτικό και το πολιτιστικό του Ελληνορωμαϊκού κόσμου.

Πως έγινες Γλύπτης;

Ήταν ένα περίεργο ξύπνημα. Όταν σπούδαζα στην Αμερική, μια Παρασκευή κι ένα Σάββατο, στην τηλεόραση έπαιζε μια σειρά από ντοκιμαντέρ που λεγόταν “Season of Giants” εποχή γιγάντων, με τη ζωή των Λεονάρντο Ντα Βίντσι, Μιχαήλ Άγγελο και Ραφαέλ. Έβλεπα τη ζωή τους, και συνειδητοποίησα τότε, ότι αυτοί οι κολοσσοί γνωριζόντουσαν, υπήρχαν οι αψιμαχίες. Κι εκεί πέρα είδα ότι άλλαζαν οι τεχνοτροπίες, δηλαδή… για να πάρει δουλειά από τον Πάπα, ο Μηχαήλ Άγγελος έκανε δυνατές ζωγραφικές. Και λέω, «είναι καλοί και στη γλυπτική και στην αρχιτεκτονική και σε πολλά. Μήπως εγώ δεν είμαι μόνο ζωγράφος;» Γιατί ήμουνα ζωγράφος

Δόθηκαν δηλαδή ερεθίσματα.

Αυτό το ντοκιμαντέρ, μου έκανε ένα κλικ στο μυαλό, για να προσεγγίσω την τέχνη και ως Γλύπτης. Την άλλη μέρα, Κυριακή, κατεβαίνω κάτω στους Smithsonian στην Ουάσιγκτον, μια σειρά Μουσείων, μεταξύ Λευκού Οίκου και Καπιτωλίου. Και πάω ξανά για πολλοστή φορά στο Μουσείο Κλασικής Τέχνης και Γλυπτικής, τεράστιο κι εκπληκτικό Μουσείο, με άλλο μάτι τώρα. Πήγα κατευθείαν κάτω στην αίθουσα που είναι τα γλυπτά, να δω τα γλυπτά του Ροντέν και του Ντεγκά του οποίου τα κέρινα ομοιώματα είχαν διασωθεί. Πήγα τώρα με ερευνητικό βλέμμα, το μυαλό μου ήταν αλλού. Θυμάμαι, πήγα στις προθήκες που είχανε τα γλυπτά του Ντεγκά, κι εκεί διάβασα τα κεριά που λεγόταν Victorian brown wax, βικτωριανό καφέ κερί. Το σημειώνω. Τα κοιτάω τα γλυπτά. Ήταν ακόμα στις αρματούρες πάνω. Παίρνω τις πληροφορίες. Δευτέρα πρωί, ρωτάω για το συγκεκριμένο κερί, μου λένε, «ναι, είναι το κερί που χρησιμοποιούσαν στη Βικτωριανή περίοδο, υπάρχει ακόμα, πρέπει να παραγγείλετε το minimum τόσα δολάρια». Μου’ ρχονται κάτι μεγάλες πλάκες σκληρό υλικό, και λέω, «τι κάνω;» Ξαναπαίρνω τηλέφωνο, «βρε παιδιά, πως σκαλίζεται αυτό το πράγμα, πως γίνεται αυτό το αγαλματάκι που είδα στο μουσείο;»

Μ’ άλλα λόγια, πήρες το υλικό αλλά δεν μπορούσες να το κάνεις.

Είδα το ντοκιμαντέρ, κατεβαίνω Ουάσιγκτον, βλέπω τα αγάλματα, παραγγέλνω το υλικό, μα δεν ξέρω τη δουλειά του, πώς δουλεύεται! Το υλικό είναι σκληρό πρώτα απ’ όλα. Εγώ περίμενα να’ ναι κάτι σαν πλαστελίνη. Και μου λένε, «θα πάρεις μία χύτρα, (στην Αμερική, αυτό είναι και με πορσελάνη μέσα, με ρυθμιζόμενη θερμοκρασία), και θα το λιώσεις τελείως ή μέχρι εκεί που πλάθεται με τα χέρια σου». Τηλεφωνικώς τώρα, με την εταιρία που πουλάει το κερί. Και συνεχίζουν. «Ορισμένοι, παίρνουν ένα εργαλείο ηλεκτροκόλλησης, θα σφυρηλατήσεις λίγο τη μύτη μπροστά, θα την κάνεις σαν σπατουλίτσα, σκαλίζεις, και μετά βέβαια αυτό, με προπάνιο λειαίνεις, κάνεις, κλπ. και με τη σπάτουλα που είναι θερμαινόμενη συνέχεια, σκαλίζεις και με άλλα εργαλεία…» Και με βάλανε στο σκεπτικό της τεχνικής της χρήσης, πως θα χρησιμοποιηθεί το υλικό, όχι το «πως» θα σκαλίσω. Παίρνω λοιπόν τα εργαλεία, ακολουθώ τις οδηγίες και αρχίζω να σκαλίζω.

Ποιό ήταν το πρώτο πράγμα που σκάλισες;

Το πρώτο πράγμα που σκάλισα ήτανε γυμνασμένο κορμό. Γινόταν ωραίος ο κορμός. Στήθος, πλάτη, μύες, ανατομία φυσικά, σύνολο για ένα αγαλματίδιο 50 εκατοστών, κι έλεγα μετά να κάνω τον Ηρακλή, μα κάτι μου βγήκε κι έκανα τραγοπόδαρο, έκανα τον Πάνα. Πρώτο γλυπτό ήταν ο Πάνας.

Ένιωθες κάτι να ανακαλύπτεις, έναν άλλο Εαυτό.

Αυτοί που το βλέπουν μετά τελειωμένο, μου λένε, «πάντα ήσουν ένας γλύπτης». Κι ένας φίλος μου άλλος, ζωγράφος στις Ηνωμένες Πολιτείες, μου λέει, «αυτό μην τ’ αφήσεις σε κερί, πήγαινέ το για χύτευση γιατί είν’ αμαρτία να χαλάσει».

Να το κάνεις δηλαδή μπρούτζινο;

Ναι, να είναι σταθερό, να υπάρχει. Αυτό είναι το πρώτο μου έργο, μ’ αυτό το έργο έγινα Γλύπτης. Κι ένα άλλο περίεργο πράμα που συνέβη, απ’ τις περίεργες συμπτώσεις στη ζωή, βγήκε ο Πάνας, τον δίνω στο χυτήριο στη Βαλτιμόρη, κι εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιώ -επειδή τον έβαλα να παίζει τον αυλό- πως δεν μέτρησα πόσες σύριγγες έχει ο αυλός του! «Κι εγώ το έδωσα να γίνει μπρούτζινο άγαλμα; Πλάκα θα’ χει να έκανα λάθος, και να’ ναι ένα γελοίο άγαλμα με λάθος αυλό, κάτι το οποίο θα μπορούσα να είχα κοιτάξει στο Μουσείο», λέω. Με αγωνία κοιτάω στο Μουσείο, παίρνω τηλέφωνο το χυτήριο γρήγορα, λέω, «συγνώμη, το άγαλμα το έχετε προχωρήσει;» Μου λεν, «το άγαλμα είναι σχεδόν τελειωμένο». Λέω, «τουλάχιστον μπορούμε να κάνουμε κάτι;» Μου λένε, «τι;» «Να μου μετρήσετε πόσες σύριγγες έχω βάλει στον αυλό». Και μου λένε «επτά». Και λέω «δεν έβαλα ούτε ένα λιγότερο, ούτε ένα περισσότερο».

Είχες ακριβώς επτά, είχες δηλαδή τις σύριγγες σωστά, χωρίς να το ξέρεις!

Μνήμες; Δεν ξέρω τι να πω…

Έκτοτε;
Έκτοτε έγινα Γλύπτης. Άρχισα να ασχολούμαι με γλυπτά.

Θεματογραφία;

Μάσκες, προσωπεία, και μια μετέπειτα περίοδο, όλοι μου λέγανε, «πρέπει να’ χεις μια τάση σε κάπου». Με τι θα ασχοληθείς; Με φύση, με σώμα, με γυμνό, με μπαλαρίνες όπως έκανε ο Ντεγκά, τι;

Ναι αλλά στην αρχή ασχολείσαι με πολλά, μετά κατασταλάζεις.

Εγώ έκανα εξαρχής τον Πάνα, ο κορμός βγήκε πρώτα και μετά ολοκληρωμένο. Μου έβγαινε πάντα το ανθρώπινο σώμα, και στο σχέδιο, ήμουνα δυνατός στο ανθρώπινο σώμα.

Άρα, ό,τι κυριαρχούσε στο σχέδιο, συνέχιζε κι εδώ.

Αυτό μου βγήκε και στο γλυπτό, ναι, αλλά ως θεματογραφία μου βγήκε κάτι πιο πρωτόγνωρο. Δεν είχα ασχοληθεί με θέματα “Πανός” και παρόμοια πράγματα ή μυθολογία, κι από τότε άρχισα να κάνω διάφορα. Έκανα προσωπεία θεατρικά, αρχαιοελληνικά, και σκεφτόμουνα να κάνω μια σειρά γλυπτών στα οποία να υπάρχει μία «συνέχεια».

Ταυτότητα δηλαδή. Να τα βλέπει ο κόσμος και να λέει, αυτό είναι «Εξηκίας».

Όταν βλέπεις ας πούμε τα αγάλματα του Ντεγκά, τι βλέπεις; Μπαλαρίνες. Λες είναι Ντεγκά. Όταν βλέπεις αυτό το σκεπτόμενο ή αυτές τις κινήσεις τις περίεργες, ή αυτά τα πολύ βασανισμένα κορμιά στις πόζες που’ κανε ο Ροντέν, το αισθάνεσαι ότι είναι Ροντέν. Έψαχνα κι εγώ να βρω κάτι τέτοιο. Πάντα μου άρεσε το θέμα του σώματος, μου άρεσε το θέμα του ερωτισμού, κι έψαξα στο διαδίκτυο τότε, για Γλύπτες με ερωτικά γλυπτά. Πολλοί λίγα πράγματα μου βγήκαν, και λέω… ο ερωτισμός που είναι το πιο δυνατό σημείο στη ζωή του ανθρώπου, και γλυπτικά δεν έχει παίξει πάρα πολύ; Αυτό θα κάνω. Θα ασχοληθώ με την ελληνική μυθολογία, που μου αρέσει ως Έλληνας, θα παίξω με το θέμα του Έρωτα, που στον έρωτα μπορούν να μπούνε τα πάντα, μπορείς δηλαδή να βάλεις από ένα λουλούδι στο γλυπτό, μέχρι σύμπλεγμα ανθρώπων που ερωτοτροπούν.

Τα πάντα λοιπόν είναι Έρως.

Όλα είναι Έρως, γιατί υπάρχει ο ουράνιος Έρως, υπάρχει κι ο σαρκικός Έρως. Δηλαδή, μπορείς να βάλεις έναν φιλόσοφο με μια περγαμηνή, και να το ονομάσεις «Έρως στην Παιδεία». Μπορείς να βάλεις μία κοπέλα με μια περγαμηνή που να’ χει πέσει και να είναι θλιμμένη, και να το πεις «Ερωτική απογοήτευση». Δηλαδή, δεν υπάρχει όριο, το τι είναι Έρως, σε πολλά πράγματα. Ο Έρως είναι παντού. Μπορεί να το πεις εσύ Έρως, κι ο άλλος να σου πει, «ναι το βλέπω, όπως το λες». Άρα, λέω, έχω πλούσια θεματολογία η οποία δεν τελειώνει, έχω πλούσια μυθολογία, άρα καλά θα πάμε.

Το 2004 σε βρίσκουμε στην Ελλάδα με Πρόταση.

Ναι, έκανα τότε μία πρόταση για την Ολυμπιάδα. Μετά από τόσα χρόνια Αμερική, ήρθα και κάθισα σχεδόν ένα χρόνο στην Ελλάδα, πήγαινε – έλα με υπουργεία, τρεξίματα, εγκρίθηκε τελικά να μπει, και μπλέξαμε στο θέμα των χορηγιών. Το κονδύλια ήταν μεγάλα και το όλο στήσιμο. Εγώ έκανα δωρεά τη δουλειά μου, αλλά έπρεπε να μπουν χορηγοί να το υλοποιήσουν. Μπλέξαμε και στα πολιτικά γρανάζια της εποχής και δεν προχώρησε η πρόταση. Το έχω και στο διαδίκτυο αυτό, λέγεται «Το Ολυμπιακό Πνεύμα», και βγαίνει ένα βιντεάκι με μία πολύ ωραία παρουσίαση 4 λεπτά και 44 δεύτερα. Τρία τεσσάρια…

(Εδώ γελάει. Και πραγματικά με ταξιδεύει, και με κάνει να νιώθω πως κι εγώ μπορώ να φτιάξω ένα άγαλμα! Είναι απίστευτος στην αφήγηση του. Η φωνή του έχει το χρώμα της ψυχής).

Σύμπλεγμα δώδεκα αγαλμάτων, Ηρακλής, Αγώνες Δρόμου, Δισκοβόλος, με αποκορύφωμα τη Νίκη. Σε εικαστική περίληψη, όλα τα αγωνίσματα στην αρχαία Ολυμπία. Ένα μεγάλο σύμπλεγμα, που θα έβγαινε μέσα από τον Ήλιο της Βεργίνας, 33 μέτρα σε διάμετρο, που συμβολίζει το Απολλώνιο Φως, τον Φωτοδότη Ήλιο, το Ολυμπιακό Μήνυμα, κι άμα τραβούσες ‘’ευθείες’’ από τις ακτίνες, θα κάλυπτε την υδρόγειο. Συμβολικά, στη μέση είχα βάλει τον κύκλο ως υδάτινο δίσκο, αναφορά στους Αλφειό και Κλάδεο, ποταμούς που γεννήθηκαν οι επικοί αγώνες στην Ολυμπία, κι εν μέσω, δώδεκα αγάλματα, αναφορά στον δωδεκάθεο, και αυτό τυχαίο, δεν το είχα υπολογίσει. Πυραμιδοειδές σχήμα, αγάλματα από την αρχαία Ολυμπία, επικό έργο.

Πως ένιωσες που δεν προχώρησε;

Πάντα το αρνητικό κοιτάω να το γυρίσω σε κάτι θετικό. Ένα χρόνο περίμενα. Λέω, «δε θα περιμένω, θα σχεδιάζω». Πήγαινα στα μπαρ, στα κλαμπ, γιατί μ’ αρέσει ο κόσμος να χορεύει, μ’ αρέσει αυτό το πράγμα, ή καμιά φορά κι απομόνωση, πήγαινα στην Πνύκα στην Ακρόπολη. Κι εκεί που καθόμουν, σχεδίαζα συνέχεια, διάφορα ερωτικά σχέδια, εμπνευσμένα από τα αρχαία ελληνικά αγγεία κι από ιστορίες που ήξερα. Έρως και ψυχή, μεταμόρφωση δάφνης, ουρανός που προσεγγίζει τη Γαία. Μετά, παραστάσεις από αγγεία, είχα κάνει σα να λέμε ένα ευρετήριο ιδεών. Όπου πήγαινα, πάντα κρατούσα ένα μικρό βιβλιαράκι Malskin, να μπορώ να σκιαγραφήσω, (αυτό χρησιμοποιούσε κι ο Βαν Γκογκ). Κι από την ιδέα που ξεκίνησε, έχω κάνει κάπου 250 σχέδια. Άρχισα να σκαλίζω ανάγλυφα τις παραστάσεις αυτές, κι έτσι, κάπου ένα χρόνο που περίμενα, με έκανε και τελείωσα περίπου 20 με 30 ανάγλυφα! Ήτανε καλή χρονιά, δυνατή χρονιά.

Και μια άλλη φάση, αρνητική της ζωής μου, επίσης πάλι μου βγήκε δημιουργική. Αμερική τώρα, έκανα αναρρίχηση, μου’ φυγε ο γάντζος κι έπεσα κι έσπασα την αχίλλειο πτέρνα. Με αυτό το ατύχημα, δεν μπορούσα να βγω από το σπίτι κι άρχισα να κάνω γλυπτά. Λέω, επειδή δε βγαίνω, θα σκαλίζω. Κι έτσι ήμουνα μέσα, και περίμενα πως και πως να ξημερώσει η επόμενη μέρα να σκαλίσω. Έκανα τρία, τέσσερα γλυπτά τότε.

Θα ήταν πολύ χρήσιμο στον κόσμο, ένα βιβλίο με σχέδια και γλυπτά σου.

Ναι, πράγματι σκέφτομαι να κάνω ένα βιβλίο, αλλά και με ερωτική ποίηση.

Γράφεις κι όλας!

Ναι, ερωτικά ποιήματα και πολιτικοκοινωνικού περιεχομένου.

Πολιτικοκοινωνικού;

Η έμπνευση, φαντάσου, ήρθε μια μέρα από πορείες, διαμαρτυρίες και πολλά δακρυγόνα. Όταν τα διαβάσανε φίλοι μου λέγανε, «μην πεις ποτέ, ότι εισπνέοντας δακρυγόνα έγινες ποιητής».

Όλα λοιπόν δίνουν κάτι. Μα το κόσμημα πως ήρθε;

Ήρθε σε μια άλλη φάση της ζωής μου, 16 Δεκεμβρίου στα γενέθλιά μου, σηκώνομαι με την ιδέα πως κάτι θέλω να δώσω στον εαυτό μου σήμερα. Δεν πήγα να πλύνω ούτε το πρόσωπο μου θυμάμαι, είχα την ιδέα τόσο έντονη, μέχρι που άρχισα να παίζω με κερί κι έφτιαξα το πρώτο μου κόσμημα, τη Μέδουσα. Το έβλεπε κόσμος πάνω μου, γιατί έκανα μόνο ένα, για τον εαυτό μου, κι όλοι μου λέγαν, «τι θα γίνει, δε θα βγάλεις άλλα»; Με σπρώχνανε, με σπρώχνανε, κι έκανα μια σειρά πάνω από 30 περίπου κομμάτια.

Με θέμα;

Θέμα την αρχαία Ελλάδα.

Άρα ό,τι έχουμε στα γλυπτά έχουμε και στο κόσμημα.

Στο κόσμημα παίζω πιο πολύ με πρόσωπα.

Κατάλαβα, ότι εσύ ψάχνεις την τέχνη αλλά αυτή σε καθοδηγεί, σα να σου λέει, «ψάξε με εσύ αλλά θα κάνεις αυτό που θέλω εγώ».

Σα να ανοίγονται πύλες και σα να είναι μέσα σου η τέχνη! Ψάχνεις, και κάποια στιγμή βρίσκεις αυτό που έχεις, στην ουσία, η τέχνη είναι μέσα μας. Η τέχνη μπορεί να είναι και στον καμβά πριν τον τελειώσεις. Θυμάμαι, σε μία ταινία που είχα δει για τον Μιχαήλ Άγγελο, που έψαχνε να βρει ένα κομμάτι για να κάνει το άγαλμα του Δαβίδ, κι έψαχνε, κι έψαχνε, και του δίναν… και τελικά λέει, «αυτό είναι», κι ότι το έβλεπε μέσα στην πέτρα πριν το σκαλίσει. Μετά απλώς το απελευθέρωσε.

Σύμφωνα με τη Δημιουργική Σταδιοδρομία που είναι τρόπος ζωής, κι οι σκέψεις που κάνουμε είναι δημιουργία.

Εννοείται. Το έχεις στη σκέψη σου, και απλώς, το χέρι σου το βάζει σε χαρτί, σε πηλό, σε καμβά, σε πέτρα. Το έχεις μέσα σου.

Ψαχνόμαστε για λύσεις τάχα, ενώ τις έχουμε μπροστά μας και δεν τις βλέπουμε.

Η διαφορά του καλλιτέχνη, είναι ο τρόπος που εξωτερικεύει τη σκέψη του. Όλοι οι άνθρωποι έχουνε φαντασίες, φαντασιώσεις, ιδέες, οράματα, αλλά ο καλλιτέχνης, αυτό που έχει μέσα στο μυαλό του, το μετουσιώνει μέσω του χεριού του ή του ταλέντου του. Ο μη καλλιτέχνης, λέει, «το’ χω, αλλά δε μπορώ να στο γράψω, δε μπορώ να στο δείξω». Ο εγκέφαλος στέλνει τις ανάλογες εντολές. Γιατί, εγώ μπορώ να γίνω αστροναύτης; Μπορώ να γίνω νευροχειρουργός; Μπορώ να κόψω με το νυστέρι, μέχρι εκεί. Ξέρει ο εγκέφαλός μου. Δίνει τη διαταγή, και κάνω εγώ στον πηλό. Ο νευροχειρουργός το στέλνει και κάνει. Ο οδοντίατρος, το οδοντιατρικό. Ο Συγγραφέας γράφει. Κάποιος άλλος δε μπορεί να κάνει τίποτα. Άλλος γίνεται μηχανικός. Βλέπει τη μηχανή ολόκληρη, την έχει λύσει μες στο μυαλό του, βλέπει το πρόβλημα, κι εκεί ξεβιδώνει, που για μας, μπορεί να είναι ασυναρτησίες, βίδες κλπ. Όλοι έχουμε κάτι. Και μάγειρας να είσαι, και νοικοκυρά να είσαι που σιδερώνεις, άμα δεν ξέρεις, θα κάψεις το πουκάμισο ή δε θα το διπλώσεις σωστά και θα τσακίσει χάλια. Όλοι το’ χουμε. Αλλά τώρα, επειδή μιλάμε για το εικαστικό, τον πίνακα, το γλυπτό, αυτή είναι η διαφορά εμένα με κάποιου, όπως κι εγώ δε μπορώ να κάνω άλλα πράγματα.

Τρέχεις στα ερεθίσματά σου και καταλήγεις στη δική σου Ταυτότητα. Άρα γεννήθηκες Γλύπτης.

Πολλά πράγματα τα κάνω, επειδή αυτά θέλω να κάνω.

Το ταλέντο το έχουμε και το βελτιώνουμε;

Μαθαίνεις τα εργαλεία. Είναι σα να είσαι μάγειρας, αλλά δε σε κάνουν τα καρυκεύματα «μάγειρα», γιατί αν σου λείπει κάτι, πάλι θα ξέρεις τι θα κάνεις, όπως κι ο γλύπτης. Ξέρεις τις συνταγές, οι συνταγές είναι μέσα σου, ο τρόπος είναι μέσα σου, απλώς το εξωτερικεύεις σύμφωνα με τα εργαλεία που έχεις. Αν έχεις λίγα εργαλεία, θα κάνεις κάτι πιο απλοποιημένο, αν έχεις πιο πολλά, θα κάνεις κάτι πιο πολύπλοκο, πάλι κι αυτό δεν είναι απαραίτητο, γιατί με τα βασικά και μόνο χρώματα, μπορείς να κάνεις τα πάντα.

Συνεργασίες. Η δουλειά σου, η τέχνη σου, είναι για έναν πολύ ιδιαίτερο χώρο. Πώς και δεν έκανες ένα ατελιέ;

Όλα αυτά είναι ωραία, χρειάζονται όμως χρήματα αρκετά για να τα κάνεις, και φυσικά, μετά γίνεται κάτι που δεν μου αρέσει, εμπόριο. Δε λέω ότι δε θα μου άρεσε, κακά τα ψέματα, αυτά που βλέπουμε στα μουσεία, εμπορεύματα ήταν. Εσύ, τον βλέπεις τώρα απομονωμένο, για παράδειγμα, τον πίνακα του Leonardo Da Vinci, ή το γλυπτό του Μιχαήλ Άγγελου, και λες, αχ τι ωραίο γλυπτό. Αυτός δε το’ κανε για τα μουσεία. Το’ κανε, γιατί κάποιος Πάπας ή Καρδινάλιος του’ δωσε χρήματα και του λέει «θέλω αυτό», ή για κάποιον πλούσιο πρίγκιπα, φεουδάρχη κλπ. Παραγγελίες ήτανε. Χάθηκαν, πέρασαν σε μας, τα μάζεψαν συλλέκτες, πέρασαν στα μουσεία. Εμπορεύματα ήταν, τα βλέπαν σαν χρήμα. Ένας Βαν Γκογκ δεν πούλησε, αλλά προσπάθησε να πουλήσει ο άνθρωπος. Όλοι προσπαθούσαν για να ζήσουν απ’ αυτό που κάνανε. Άλλο αν στην πορεία κάνεις πράγματα που δε σκέφτεσαι να πουλήσεις, δηλαδή όταν είχα 250 σχέδια, δεν τα έκανα για να τα πουλήσω, κατόπιν έγινε.

Σε έκανε η τέχνη εσωστρεφή;

Δε θυμάμαι να ήμουν ποτέ εσωστρεφής, πάντα ήμουν εξωστρεφής, πάντα μιλούσα με κόσμο. Εννοείται όμως, ότι δε μπορώ να σκαλίζω τη λεπτομέρεια με φακούς και με χειρουργικά εργαλεία και να’ χω φασαρία. Μήτε έχω κολλήματα αν θα’ ναι βουλευτής ή διευθυντής ο άλλος, δε μ’ απασχολεί, γιατί ξέρω, ότι κι αυτός θα μπει κάτω απ’ τη γη όπως θα μπω κι εγώ, κι αυτός γεννήθηκε όπως γεννήθηκα κι εγώ, κι ήταν μωράκι όπως ήμουν κι εγώ. Δεν το υποτιμάς, αλλά δε σε σοκάρει κιόλας. Ούτε μου αρέσει να ξεχωρίζω ανθρώπους, ό,τι δουλειά και να κάνουν. Κάθε άνθρωπος έχει το ιδιαίτερό του.

Οι επαφές σου στη Νέα Υόρκη είναι πολύ υψηλές…

Κυβέρνηση της Νέας Υόρκης, άτομα από το Κογκρέσο… Μα, αυτούς τους ανθρώπους τους συναντάς σε καθημερινή βάση. Η Ουάσιγκτον είναι πολιτικοκρατούμενη πόλη, το κέντρο του Δυτικού κόσμου, μπορούμε να πούμε, στην Πολιτική.

Που υπάρχουνε Έργα σου;

Έχουνε ο Jese Jakson. Έκανα ένα ψηφιδοτό με 8.000.000 ψηφίδες για το τζάκι του. Όλους τους πελάτες μου, από όπου κι να είναι, τους περνάω το δικό μου, αυτό που θέλω εγώ, αλλά το κάνω να’ ναι δικό τους. «Θέλω μία από Αφρική», μου λέει, «μη μου βάλεις καμία λευκή». Ευχαρίστως! Και τι τους έκανα; Την έβαλα σε ένα ανάκλιντρο να κάθεται, που να θυμίζει Κλεοπάτρα. Άρα, πέρασα αυτό που θέλει, με τον τρόπο που θέλω να εκτελέσω εγώ. Δεν έκανα, ας πούμε κάτι, στυλ ζουλού. Και μάλιστα, σχεδίασα ένα πάρα πολύ βαρύ εργαλείο, με λεπίδα που σπάει 600 ψηφίδες την ώρα.

Έργα μου επίσης, σε δημόσιους χώρους, γκαλερί, και σε μεγάλα νυχτερινά κέντρα στην Αμερική. 2.500 τ.μ. με ενυδρεία που είχανε μέσα καρχαρίες και με γλυπτά που κρέμονταν από το ταβάνι. Αυτό ήταν ένα άλλο είδος γλυπτό, δεν το’ χω κάνει καθόλου στην Ελλάδα, πρωτοποριακά γλυπτά. Γυναικεία καλούπια από ζωντανά μοντέλα, στα οποία μετά έβαζα μέσα ρητίνες, και τα έκανα σαν διάφανα γυαλιά με κοχύλια, κοράλλια, κι αποξηραμένα, με πλαίσια από ξύλο ή αλουμίνιο, και φως που διαχέονταν στο σώμα, κι έτσι ήταν φωτιστικά γλυπτά.

(Εργαλείο που σπάει κανείς τις ψηφίδες, σχεδιασμένο από την Αρχαία Ελλάδα. Αξίζει να σημειωθεί, πως στην πρώτη έκθεση που έλαβε μέρος ο Εξηκίας, ήταν 10 χρονών, στο Κολωνάκι, σε γκαλερί της μητέρας του. Μία διάσημη γκαλερί που προσέφερε πολλά στους καλλιτέχνες, η Γκαλερί 10).

Σήμερα λοιπόν, μετά από τόσα χρόνια, είσαι Ελλάδα. Εκτιμάται η τέχνη σου στην Ελλάδα; Πόσο μάλιστα, στα χρόνια της κρίσης, έχει αυτές τις υποδοχές; Και σαν «παιδεία» θα το έλεγα.

Σαν παιδεία, δυστυχώς, η Ελλάδα, ενώ έχει πολύ έξυπνους Έλληνες, έχει πάρα πολλούς καλούς καλλιτέχνες, έχω αρκετούς προσωπικούς μου φίλους, βλέπω ότι είναι όλα παραγκωνισμένα, όλα λίγα! Έχει γίνει, νομίζω, μια μεγάλη προβολή στη μετριότητα. Όταν το σύστημα έχει άτομα που το ελέγχουν, και είναι μέτρια, δε θέλουνε να βγαίνουνε άτομα τα οποία είναι πιο γερά, ψηλά.

Αυτοί οι άνθρωποι, το μόνο που διαθέτουν είναι θράσος που το παρουσιάζουν στον κόσμο για θάρρος. Αλλά και οι πολιτικοί…

Οι πολιτικοί που είναι στην εξουσία, προωθούν τη διαφθορά για να βγαίνουνε οι ίδιοι που είναι διεφθαρμένοι, και βγαίνουν από διεφθαρμένη βάση. Πώς θα αλλάξεις εσύ τη βάση, πώς θα κάνεις παιδεία με βάση την αρετή, όταν εσύ θες να κλέψεις; Ένας φαύλος κύκλος.

Η νοοτροπία για την τέχνη, δεν αφήνει την τέχνη να συνεχίσει.

Υποφέρουν οι καλλιτέχνες, στο να θέλουν να προβληθεί η τέχνη τους και να γίνει αποδεχτή, και προσπαθούν αυτοί οι άνθρωποι να επιβιώσουν. Έχω εκπληκτικούς φίλους, για παράδειγμα, ένας απ’ αυτούς, κάνει καταπληκτικά αγγεία, αρχαία ελληνικά, και κατά τη γνώμη μου, κάθε πρεσβεία μας έπρεπε να έχει ένα αγγείο τέτοιο, γιατί αυτά τα αγγεία είναι αντιπροσωπευτικά του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού, κι ο άνθρωπος αυτός προσπαθεί να επιβιώσει! Και λες, όταν έχεις τέτοια άτομα, τα οποία, άμα ήτανε Γερμανός, Εβραίος, Άγγλος, θα τον είχανε βουτήξει, θα του λέγανε «έλα εδώ, κάτσε να δημιουργήσεις για την προβολή της Χώρας αυτής».

Η Ελλάδα διώχνει τα ταλέντα της…

Η Ελλάδα, με το πρόβλημα που έχουμε, οικονομίας, αν κάναμε τον τουρισμό πιο οργανωμένο, ή στα βότανα, που έχουμε 4.500 βότανα, ή η μαστίχα Χίου, δε βγαίνει πουθενά αλλού παρά στη Χίο, δηλαδή έχουμε πράγματα τα οποία είναι χρυσάφι. Και τους καλλιτέχνες, τους σχεδιαστές μόδας, τους καταστρέψανε όλους.

Κλίκες;
Υπάρχει αυτό το πολύ «δήθεν» σε αυτή τη χώρα, αυτοί οι μέτριοι που είπαμε. Όταν εγώ έδειξα το ολυμπιακό μου άγαλμα σε κάποιον που τότε προέδρευε, νομίζω και στο καλλιτεχνικό επιμελητήριο, μου λέει, «με αυτό το έργο εγώ θα σε είχα κόψει, επειδή είναι κλασικό». Και του λέω, «ο λόγος;» «Αυτά εμείς τώρα τα έχουμε ξεπεράσει», η απάντησή του. Και του λέω, «τι έχεις ξεπεράσει, την Αρχαία Ελλάδα;» Δηλαδή οι άνθρωποι έχουν κολλημένες αντιλήψεις. Βάζουν ας πούμε κάτι στραβές καρέκλες και κάτι μπάζα, και τα θεωρούν τέχνη. Αυτά τα κάνουνε κάποιοι λαοί οι οποίοι δεν έχουν το υπόβαθρο.

Καλλιτεχνικά είδωλα. Τι έχεις να πεις;

Κάτι σαν κάστες. Συνήθως, άνθρωποι που δεν είναι αρμόδιοι, είναι σε θέσεις αρμοδίων. Αυτό είναι το πρόβλημα. Θα μπορούσε αυτή η χώρα, να οργανωθεί σε καλλιτεχνικές ομάδες και να κάνει εξαγωγή τέχνης. Να μπαίνουν τα δις!!! Κοίτα τις πλατείες μας. Τα σιντριβάνια είναι σα μπανιέρες για πουλιά, δεν έχουν καμιά εικαστικότητα πάνω τους, αγάλματα δεν υπάρχουνε σχεδόν πουθενά.

Λέγεται από πολλούς, ότι οι ξένοι μας χρωστάνε τον πολιτισμό.

Εμείς λέμε ότι μας χρωστάνε τον πολιτισμό. Αλλά όταν σου’ ρχεται εδώ πέρα ένας Ιταλός ή ένας Άγγλος, ή ένας Αμερικάνος, που είναι 200ων χρονών σαν χώρα, και πας στην Ουάσιγκτον και βλέπεις άλογα να καλπάζουνε από μπρούτζο, βλέπεις αγάλματα με τον Τζορτζ Ουάσιγκτον, Ινδιάνους, βλέπεις συμπλέγματα επικά που θυμίζουν Ιταλική Αναγέννηση και Βικτωριανή περίοδο ή ελληνιστική μπαρόκ, κι εσύ πας εδώ στις πλατείες και δεν έχεις τίποτα, κι αν έχεις κάτι, είναι πίσω από ένα δέντρο, πίσω από έναν θάμνο που ούτε καν φωταγωγείται… έρχεται ο άλλος που τον λες εσύ τώρα ότι δεν έχει, κι έρχεται στη χώρα που τάχα έχει, και δε βλέπει τίποτα.

Εσύ λες έχεις, κι έχεις ένα άδειο μαγαζί. Κι ο άλλος σου λέει, ρε φίλε εμένα το μαγαζί μου είναι γεμάτο. Αυτή είναι η διαφορά. Αυτοί μπορεί να είναι καινούργιοι, ή μετά από μας, πολλές απ’ αυτές τις χώρες, αλλά έχουν να δείξουν. Στην Ιταλία, χάθηκα στη Ρώμη και χάρηκα που χάθηκα. Εδώ άμα χαθείς στην Αθήνα θα τρομάξεις. Εκεί έμπαινα σε ένα ζωντανό μουσείο. Ήτανε διαδραστική πόλη με την τέχνη. Εδώ η πόλη δεν είναι διαδραστική με την τέχνη, είναι στείρα.

Και τώρα έχουν παρατήσει τα πάντα κι ασχολούνται μόνο με την κρίση.

Μια ζωή κρίση. Μα όλη η Ευρώπη κρίση είχε. Μεσαίωνα είχε, πολέμους, γαλλικές επαναστάσεις… κρίση είχαν κι αυτοί οι άνθρωποι. Απαυγάσματα από κρίση είν’ αυτά που βλέπεις και στην Ιταλία. Φιλονικίες… Φλωρεντία τσακωνόταν με τους Βενετούς, δηλαδή υπήρχαν συγκρούσεις, εντάξει; Μες στην κρίση όμως οι άνθρωποι βγάλανε πολιτισμό. Εμείς μες στην κρίση τι βγάλαμε; Το σουβλάκι; Δεν καταλαβαίνω τι βγάλαμε μες στην κρίση, είναι τραγικό αυτό το πράγμα.

Έχουμε τους ανθρώπους, τους έχω συναντήσει προσωπικά, πάρα πολλούς καλούς κι αξιόλογους σε όλους τους τομείς. Έχω δει, σε μικρά θεατρικά δρώμενα, ηθοποιούς που μου σηκώθηκε η τρίχα. Να μπαίνει ο άνθρωπος από τη μια θύρα κι έκανε τον κακό αδερφό, και να μπαίνει από την άλλη και να κάνει τον μέθυσο δίδυμο αδερφό του. Τον είδα σε ένα μικρό θεατράκι, και λέω, τώρα θα τρελαθούμε; Ο άνθρωπος με έπειθε ότι είναι ο κακός αδερφός, και δίδυμος αδερφός του ο μέθυσος. Με έπειθε! Και λες τώρα τι γίνεται, γιατί αυτό το πράγμα, γιατί να μην παίζουνε παντού; Γιατί να μην έρχονται εδώ οι ξένοι, στον χώρο του Διόνυσου, να’ χεις μια φωτιά, δάδα πυρσό, που να καίει για τις Τέχνες;

Πρέπει αυτούς τους καλλιτέχνες να τους παίρνουνε και να τους αξιοποιούν, όχι να τους αγνοούν ή να τους εκμεταλλεύονται.

Μα κι εδώ σε παίρνουνε, και σε πετάν στον κάλαθο των αχρήστων. Φταίει το εκάστοτε σύστημα. Η ελευθερία του ανθρώπου, δεν αρέσει. Θέλουν να αποδομήσουν τον τρόπο σκέψης. Φαντάσου μια πόλη, φαντάσου μια Αθήνα, να είχε όπου προχωράς αγάλματα. Τι θα δημιουργήσουν στον πολίτη; Μια ανάταση. Τη θέλουνε;

Όχι.
Ε λοιπόν; Το πρόβλημα είναι παγκόσμιο. Απλώς, σε κάθε χώρα είναι διαφορετικά. Η Ελλάδα το αισθάνεται πιο έντονα νομίζω, γιατί ο Έλληνας είναι πιο οξυδερκής και πιο επαναστατικός. Η ανθρωπότητα πάντα είχε τους ταγούς και πάντα τους επαναστάτες. Πάντα λίγοι είν’ αυτοί που κάνουν τη διαφορά. Δεν πρέπει να απογοητευόμαστε. Κι εγώ που ήρθα στην Ελλάδα, τα πράγματα είναι δύσκολα, συνεχίζω. Δεν μου δίνουν δουλειά; Δε μ’ απασχολεί. Θα κάνω τα κοσμήματα για την πάρτη μου, θα βρω φίλους, θα ζωγραφίσω τον πίνακα για μένα, κι αν έρθει κάποιος να τον πάρει, καλώς. Αν δεν τον πάρει, θα στολίσει το σαλόνι μου. Όχι απογοήτευση. Γιατί αυτό θέλουν. Την απογοήτευση να κυριαρχήσει.

Ο κόσμος πρέπει να βγαίνει πάντα έξω, πάντα να χαμογελάει. Ανοίγεις τα μάτια σου το πρωί, ξυπνάς, προχωράς και ζεις. Βρέχει; Θα ζήσεις τη βροχή. Χιονίζει; Θα παίξεις με το χιόνι. Έχει ήλιο; Θα ακούσεις τα πουλάκια, τις πεταλούδες, τα τζιτζίκια. Η ομορφιά είναι παντού. Δε χρειάζεται ούτε να έχεις τα εκατομμύρια, ούτε τίποτα. Γιατί έζησα και στα μεγάλα παλάτια και στα πιο χαμηλά. Ήμουν στη Χαβάη και κολυμπούσα, και λέω, «ναι αλλά… και τα λιμανάκια;»

«Επιτυχία…»
Αν η οικογένεια δίνει τις βάσεις της πνευματικής ελευθερίας και εκφράσεως, αυτό το άτομο έχει στοιχεία που θα το βοηθήσουν να πετύχει. Τι θα πούμε ότι είναι επιτυχία; Το να’ χεις δέκα αυτοκίνητα, ή το να μπορείς να χαμογελάς και να’ χεις δέκα καλούς φίλους γύρω σου; Άρα, η επιτυχία είναι το να μπορείς να είσαι προσεγγίσιμος, αποδεκτός, και να χαίρεται ο κόσμος που σε έχει γύρω του. Κι αποτυχία είναι να χάσεις αυτό που κάνει τον άνθρωπο, Άνθρωπο, την κοινωνικότητα.

Πώς νιώθεις που μιλάς σε ένα site με βάση του τη Δημιουργική Σταδιοδρομία, από την καλλιτεχνία έως τη σκέψη και τις αποφάσεις σε όλα τα επίπεδα;

Αν το ακούσει πολύς κόσμος, γενικά σαν ιδέα, σαν προσέγγιση, ότι θα ανοιχτεί αυτή η ιστοσελίδα σε πολύ κόσμο και σε πολλά επίπεδα, αυτό είναι καλό. Γιατί ακριβώς έτσι ο κόσμος θα πάψει να χαλιναγωγείται, όσο υπάρχουν ελεύθερες φωνές. Όσο υπάρχουν ακόμα, ελεύθερες φωνές.