#Προσωπικότητες - Συνεντεύξεις

Φώτης Μεταξόπουλος, η δυναμική ζωή του

Συνέντευξη στην Έφη Πασχάλη 10/3/2016

O μοναδικός Φώτης Μεταξόπουλος, με έναν λόγο που συγκλονίζει, σε μία Συνέντευξη Δημιουργικής Σταδιοδρομίας, «σχολείο» για τους νέους και για κάθε μπερδεμένη ψυχή. «Ήμουνα πάμπτωχος. Δούλευα στου πατέρα μου το ψιλικατζίδικο. Πήγαινα σχολείο νυχτερινό για να μπορώ να ανταπεξέρχομαι. Φτωχή οικογένεια. Κείνη την εποχή όλη η Ελλάδα ήταν φυματική. Η φυματίωση θέριζε στην κατοχή. Στα 5 μου χρόνια έχασα τη μάνα μου απάνω στη γέννα με το τρίτο παιδί της…»

(Η συζήτηση ξεδιπλώνεται πάνω σε λεπτές ηχητικές χορδές της καρδιάς. Τα λαμπερά δυναμικά μάτια του, γίνονται ο καθρέπτης της πιο αληθινής ευαισθησίας). Ήταν πολύ μεγάλος πόνος για εσένα…

Ναι, ήμουν 5 χρονών, και το μόνο που μου’ χει μείνει απ’ τη μητέρα μου, είναι ότι την είχανε στην εκκλησία, κι εγώ ήμουν απ’ έξω με μία θειά μου που με κρατούσε. Και θυμάμαι, όταν τη βγάλανε και πήρε την ανηφόρα, απλώς έβλεπα ότι φεύγει η μάνα μου. Δε γνώρισα την αγκαλιά της μάνας, γνώρισα όμως την αγκαλιά της γιαγιάς μου. Του πατέρα μου η μάνα με μεγάλωσε. Η γιαγιά μου γιορτάζει στις 13 Μαΐου. Εγώ γεννήθηκα στις 12, βράδυ. Πάει ο πατέρας μου και της λέει, «θα σου φέρω αύριο το δώρο σου που γιορτάζεις, τον πρώτο σου εγγονό». Την αγαπούσα τόσο πολύ τη γιαγιά μου, που ενώ γεννήθηκα στις 12, η ταυτότητά μου λέει 13 Μαΐου, για να γιορτάζω τα γενέθλιά μου μαζί με της Αγίας Γλυκερίας, Γλυκερία η γιαγιά μου.

Ένιωθες από παιδί το πάθος και τη δίψα για το χορό; Γιατί η πορεία σου αυτό ήταν, πάθος και δίψα.

Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν ξέρω, μέχρι το 19 μου χρόνια δεν είχα καμία σχέση με το χορό. Απλά, μ’ άρεσε το θέατρο, μ’ άρεσε να βλέπω θέατρο, δεν είχα υπ’ όψιν μου τίποτα. Πήγαινα για να γίνω ασυρματιστής στα καράβια, κι ενώ ήξερα ότι η θάλασσα με πειράζει, εγώ πήγαινα κόντρα. Την ίδια εποχή έπαιζα μπάλα στην ΑΕΚ. Οι γονείς μου είναι απ’ την Κωνσταντινούπολη, κι όλη η οικογένεια αεκτζίδες. Έπαιζα τερματοφύλακας. Βέβαια, με κέρδισε ο χορός, και παράτησα και το ποδόσφαιρο και τον ασύρματο.

Πώς σε κέρδισε ο χορός;

Ένα βράδυ ήμουν Χαροκόπου, στην Καλλιθέα, εκεί μεγάλωσα. Ο πατέρας μου είχε ψιλικατζίδικο. Πίσω απ’ το ψιλικατζίδικο υπήρχε ένας κινηματογράφος καλοκαιρινός και έπαιζε ένα έργο, «Η ζωή του Ροδόλφο Βαλεντίνο». Πήγα και το είδα. Ο αδερφός μου πουλούσε λεμονάδες και πορτοκαλάδες στα διαλλείματα, κι επειδή είχα τον αδερφό μου, δεν πλήρωνα και πήγαινα κι έβλεπα τα έργα. Βλέπω τη ζωή του Ροδόλφο Βαλεντίνο. Είχε μέσα ένα αργεντίνικο ταγκό. Μόλις το είδα, κάτι έπαθα που με ανάγκασε την άλλη μέρα να το ξαναδώ, και μετά, όπου παιζότανε, Ηλιούπολη, Πετρούπολη, Γλυφάδα, Κηφισιά, πήγαινα και το ξανάβλεπα. Το ταγκό αυτό, δεν ήταν τίποτα σπουδαίο τώρα που το ξαναβλέπω, γιατί το βρήκα και το’ χω σαν ανάμνηση, είχε όμως ένα τέτοιο πάθος και από τους δύο. Αυτός κρατούσε ένα μαστίγιο, το χτύπαγε κάτω, δίπλωνε στη μέση της το μαστίγιο, την τράβαγε και την έπαιρνε αγκαλιά, άρχιζε το ταγκό και τελείωνε με ένα παθιάρικο φιλί στο στόμα. Δε ξέρω τι μου’ κανε εντύπωση, το φιλί, ο χορός ή όλα μαζί, αυτό λοιπόν ήταν ο σπόρος που μπήκε μέσα μου.

Δυστυχώς όμως, εκείνη την εποχή, και το τονίζω αυτό γιατί μου στοίχησε σε όλη μου τη ζωή, από τα 14 μου χρόνια που ήμουνα στο ψιλικατζίδικο του πατέρα μου, όταν έφευγε ο πατέρας μου έπαιρνα και δοκίμαζα να δω τι τσιγάρο θα καπνίσω. Ήθελα να μεγαλώσω γρήγορα, να γίνω άντρας, να με βλέπουν οι γυναίκες ότι καπνίζω, κι αυτό εννοούσα ότι ήτανε πια, «κάτι». Και ήτανε η μεγαλύτερη βλακεία της ζωής μου που έκανα, διότι μετά κάπνιζα επί 50 χρόνια δύο πακέτα την ημέρα κι αυτό για μένα ήταν καταστροφή. Ευτυχώς όμως, που ο χορός δεν άφησε να καταστραφώ τόσο πολύ, όσο αν δε χόρευα, γιατί ο αθλητής ή όταν χορεύεις, ο οργανισμός έχει άλλη ανταπόκριση. Βέβαια το’ χω κόψει εδώ και 13 χρόνια κι είμαι πανευτυχής. Και προσπαθώ να το κόψω και στους φίλους μου.

(Αφήνω τη ροή της ιερής του θύμησης να κατευθύνει τον λόγο. Η σιωπή εδώ επιβάλλεται από τον ίδιο τον λόγο και την ίδια τη σιωπή. Ο Φώτης Μεταξόπουλος ξεδιπλώνεται σε κάθε θέμα μας, πρώτα ως άνθρωπος).

Πως ξεκίνησες το χορό;

Διάβασα μια μέρα στην εφημερίδα, ότι ζητούνται νέοι και νέες για να γίνουν χορευτές χωρίς να πληρώνουνε, αλλά όταν γίνουνε χορευτές, θα γίνει ένα συγκρότημα που θα γυρίσει όλη την Ελλάδα, θα πάει και στο εξωτερικό, και τα χρήματα που θα παίρνω θα είναι λιγότερα επειδή θα σπουδάσω τζάμπα. Έτσι ξεκίνησα, γιατί αλλιώς δε μπορούσα να πληρώνω, ήμουνα πάμπτωχος. Όταν όμως τελείωσε αυτό, πήγα στη δασκάλα μου που είχε σχολή και τις λέω, «σας παρακαλώ, θέλω να μου πείτε αν έχω ταλέντο να γίνω χορευτής». Αλλά δε με ενδιέφερε να γίνω χορευτής της σειράς. Αν έχω ταλέντο, να γίνω «πρώτος». Μου λέει, «δε μπορώ να στο πω αυτό τώρα γιατί δε σε ξέρω. Πρέπει να κάνεις δύο μήνες τουλάχιστον, ίσως και τρεις, για να δω αν έχεις ταλέντο». Λέω, «εγώ θέλω να γίνω κλασικός χορευτής». Και μου λέει, «19 χρονών είσαι πολύ μεγάλος, δε μπορείς να γίνεις κλασικός χορευτής. Υπάρχει μία λύση, αλλά πρέπει πρώτα να δω αν έχεις ταλέντο».

Πραγματικά, μπήκα μέσα κι έκανα χορό. Και στον ενάμιση μήνα, με φωνάζει στο γραφείο και μου λέει, «θα είναι αμαρτία να αφήσεις το χορό. Έχεις ταλέντο, αλλά επειδή είσαι 19 χρονών και θες να γίνεις κλασικός χορευτής, δεν προλαβαίνεις. Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι, όχι δύο φορές τη βδομάδα και τρεις, όπως συνήθως κάνουμε, αλλά κάθε μέρα. Και κάθε μέρα όσο αντέχεις. Κι εγώ λέω, «δεν έχω λεφτά». Και μου λέει, «επειδή είσαι ταλέντο κι επειδή έχουμε ανάγκη από αγόρια, έρχονται μόνο κοπέλες, θα μου δίνεις λεφτά ό,τι σου περισσεύει κι όποτε έχεις, δε θα σου πάρω χρήματα».

Στα 19 μου, βρίσκομαι στην Πετρούπολη και φτιάχνω τσιμεντόλιθους χειροποίητους με ένα μηχάνημα. Δουλεύω από τις 6 το πρωί μέχρι τις 3, κι αρχίζω μαθήματα. Στις 3, έπαιρνα το ποδήλατο από Πετρούπολη και κατέβαινα στην οδό Θεμιστοκλέους που ήταν η σχολή της δασκάλας μου για να κάνω χορό. Έμπαινα σε όλα τα τμήματα μέσα, από τα μικρά μέχρι τα μεγάλα. Ήμουνα μεγάλος και πήγαινα πίσω πίσω, κι έκανα μάθημα απ’ τις 4 που ξεκίναγα μέχρι 10, 11 το βράδυ. Κάθε μέρα αυτό, και μετά απ’ τους τσιμεντόλιθους! Αυτό το’ κανα τρία χρόνια. Στα τρία χρόνια όμως, είχα φτάσει σε ένα τέτοιο επίπεδο, που έδωσα εξετάσεις κι έγινα «πρώτος» χορευτής, κλασικός στη Λυρική Σκηνή. Αυτό ήτανε το ’61.

Η πρώτη σου επαφή με το θέατρο;

«Ρωμαίος και Ιουλιέτα» με την Άννα Συνοδινού και το Νίκο Χατζίσκο. Υπήρχε ένα χορευτικό μέσα, που κάνει η Ιουλιέτα στον κήπο της, ένα μινουέτο. Η πρώτη μου παρτενέρ ήταν η Άννα η Συνοδινού και μετά η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Μετά πήγα στο θέατρο Παπαϊωάννου, στην Πατησίων, σε μία επιθεώρηση που λεγότανε «Πάμε για την Κύπρο». Χορογράφος και σκηνοθέτης ο Μανώλης Καστρινός. Εκεί κάνω την πρώτη μου εμφάνιση στην επιθεώρηση. Χειμώνα στου Παπαϊωάννου και Καλοκαίρι στο Ακροπόλ. Το Ακροπόλ τότε ήτανε καλοκαιρινό θέατρο.

Την εποχή που ήμουν στο μπαλέτο της Λυρικής, περνάει ένα συγκρότημα από το REX, της Κάθριν Ντάνχαμ. Όλοι από την Αφρική, μαύροι. Βέβαια, απ’ τη Νέα Υόρκη αυτή ήταν, και της αρρώστησε ένας χορευτής. Παίρνει τηλέφωνο τη δασκάλα μου από τη Λυρική και της λέει, «θέλω έναν χορευτή γιατί μου αρρώστησε κάποιος και μου είναι απαραίτητος». «Θα σου στείλω έναν, αν δεν κάνει αυτός, δεν έχω άλλον, είναι ο καλύτερος». Πάω λοιπόν, δίνω εξετάσεις, με παίρνει και μου λέει, «έρχεσαι μαζί μου στην Ευρώπη τουρνέ;» Ο διευθυντής της Λυρικής Σκηνής δεν μ’ άφηνε να πάω. Απαγορευότανε εφόσον είσαι στη Λυρική να δουλέψεις αλλού. Και μόλις το μαθαίνει αυτή ότι δε με αφήνουν, παίρνει τηλέφωνο τον Πρέσβη των Αμερικάνων εδώ, κι εκείνος στον Διευθυντή. Δουλεύω λοιπόν 15 μέρες στο REX, κι εν συνεχεία, ζητάω άδεια άνευ αποδοχών από τη Λυρική. «Είν’ αμαρτία να φύγεις, να χάσεις τη θέση σου», μου λέει ο Διευθυντής Μπαστιάς. «Γι’ αυτό ζητάω άνευ αποδοχών, γιατί η σχολή που θα κάνω με τους μαύρους, για να τη μάθω, θα έπρεπε να πληρώσω πολλά εκατομμύρια να πάω στην Αμερική για να σπουδάσω. Τώρα θα πάω και θα με πληρώνουνε. Δεν είναι ευκαιρία;» του λέω. «Δε θα σε πάρω άμα ξανάρθεις». «Ευχαριστώ πάρα πολύ, εγώ φεύγω». Κι έφυγα μαζί της ένα χρόνο. Όλη την Ευρώπη γυρίσαμε. Κι επειδή ήμουν ο μόνος λευκός μέσα στους μαύρους, δε μ’ άρεσε να φαίνομαι ανάμεσα, και κάθε βράδυ βαφόμουνα μαύρος, γιατί δεν ήθελα να ξεχωρίζω από το χρώμα, ήθελα να ξεχωρίζω άμα είμαι καλός χορευτής. Και μάλιστα, τότε ήρθε άνθρωπος στο Παρίσι απ’ τα περιοδικό ΕΙΚΟΝΕΣ να μου πάρει συνέντευξη, και μπαίνει μέσα στους μαύρους: «Μεταξόπουλος, Μεταξόπουλος…» «Εγώ». Όχι εσύ, «άσπρος», λέει. Εκεί γεννήθηκα χορευτής. Πραγματικά. Γιατί εκεί, επί ένα χρόνο κάναμε κάθε μέρα και μάθημα! Το σώμα μου πήρε αυτά που έπρεπε να πάρει, και το σώμα μου πια, ήταν δικό μου.

Τι εννοείς «το σώμα μου ήταν δικό μου;»

Το σώμα μας δεν είναι δικό μας. Είναι δικό μας μεν, αλλά δε μπορούμε να του κάνουμε κουμάντο. Για να του κάνουμε κουμάντο, πρέπει όλα τα μέλη να τα γυμνάσεις, οπότε, να μπορείς να τα κινείς. Και πότε ένα ένα, και πότε όλα μαζί. Αυτή λοιπόν ήταν μια μεγάλη σχολή για εμένα. Γύρισα στην Ελλάδα μετά από ένα χρόνο, και βέβαια ο Μπαστιάν με ξαναπήρε. Και του είπα, «επειδή έχω σπουδάσει τώρα, κάνω και οικογένεια, (κείνη την εποχή παντρεύτηκα), να με κάνετε πρώτο χορευτή». Και μου λέει, «δε μπορώ να σε κάνω εγώ, αν είναι να γίνεις μόνος σου».

Περνάει ένας Ρώσος χορογράφος ονόματι Κνιάζιφ, και τον παίρνουνε στη Λυρική να κάνει χορογραφίες σε βραδιές μπαλέτου. Μπαίνοντας, μας κάνει μάθημα και μετά με φωνάζει, «πως σε λένε;» και το γράφει. Φωνάζει και μία κοπέλα, «πως σε λένε…» Πάει λοιπόν στο Μπαστιάν και του λέει, «θέλω το Μεταξόπουλο να μου κάνει τους πρώτους ρόλους». Και του απαντάει, «εσύ είσαι ο χορογράφος, ό,τι θέλεις κάνεις». Και πραγματικά, μου δίνει τους πρώτους ρόλους. Τελειώνει αυτός, φεύγει. Πολύ σουξέ εγώ σαν πρώτος χορευτής. Αλλά πρώτος χορευτής στο θέατρο, όχι στα λεφτά. Μετά έρχεται μία δασκάλα, πάλι ρωσίδα, η Κιρσάνοβα, που κι αυτή κατά τον ίδιο τρόπο έρχεται να μας κάνει βραδιά μπαλέτου. Μόλις τελειώνει το μάθημα, το ίδιο ακριβώς σκηνικό, «πως σε λένε εσένα εδώ;» Πάει στο Μπαστιάν. «Ξέρετε, θέλω τους πρώτους ρόλους να τους δώσω στο Μεταξόπουλο». Κι ενώ είχαμε πρώτους χορευτές εκεί, φυσικά τους έδωσε και τους άλλους, αλλά τα πιο πολλά μου τα έδωσε εμένα. Βγαίνει η παράσταση αυτή, σουξέ πάρα πολύ μεγάλο! Όλοι μιλάγανε μετά για εμένα. Πάω την άλλη μέρα στη Λυρική Σκηνή και μου λένε, «έλα να δεις ένα ordino». Το διαβάζω: «Από σήμερα ο Μεταξόπουλος είναι πρώτος χορευτής». Και τρέχω να πάω να τον ευχαριστήσω, «κύριε Βαστιά, ευχαριστώ πάρα πολύ». «Δεν σε έκανα εγώ. Μόνος σου έγινες, χτες το βράδυ».

Μια μέρα στη Λυρική Σκηνή, ως πρώτος χορευτής πια, μας κάνει πρόβα ο χορογράφος της Λυρικής Άγγελος Γριμάνης. Ένα απ’ τους καλύτερους χορογράφους με μεγάλη καριέρα και στη Γερμανία. Και καθώς κάναμε μάθημα, τη στιγμή που ο διπλανός μου είχε την παρτενέρ στον ώμο, κατεβάζει την κοπέλα λέγοντας, «είναι 10:15 πρέπει να κάνουμε διάλλειμα». Και του λέω, «δε μπορούσες να περιμένεις; Σε δύο λεπτά τελειώναμε». «Μα, τους νόμους πρέπει να τους τηρούμε», μου λέει. (Ήτανε συνδικαλιστής). Και του λέω, «αν γίνεις εσύ ποτέ χορευτής, να μου τρυπήσεις τη μύτη εμένα». Και δεν έγινε. Αλλά έτσι συνειδητοποίησα, ότι ο συνδικαλισμός δεν βαδίζει με την τέχνη και με τον χορό ειδικά.

Κι όπως ήμουν απογοητευμένος, σε μια από τις παραστάσεις, έρχεται μια μέρα στα καμαρίνια η αδερφή της Σοφίας Βέμπο, η Αλίκη, η οποία ήτανε χορογράφος στο θέατρό της και μου λέει, «τι κάθεσαι και κάνεις εσύ εδώ μέσα; Είναι αμαρτία. Ο κόσμος της Λυρικής είναι δύο, τρεις χιλιάδες. Έλα έξω να σε μάθει όλη η Ελλάδα». Θυμάμαι κι αυτό που έκανε ο χορευτής με τον συνδικαλισμό, και σκέφτομαι, πως εάν θα μείνω στη Λυρική, δε θα μπορούσα να δημιουργήσω. Θα’ πρεπε να χορεύω ό,τι θέλανε οι άλλοι. Κι εδώ μου τυχαίνει η ευκαιρία και να βγω, και να δημιουργήσω. Και μου είπε η Αλίκη, «το δικό σου χορευτικό θα το κάνεις χορογραφία εσύ». Παίρνω λοιπόν μία χορεύτρια από τη Λυρική, τη Βίκυ τη Τζινιέρη, και πάω στο ΒΕΜΠΟ. Κι ενώ ήταν το όνειρο μου να γίνω πρώτος χορευτής της Λυρικής Σκηνής, μόλις έγινα, έφυγα, γιατί είδα, ότι δεν μπορούσε ένας καλλιτέχνης που ήθελε «δημιουργία», να μείνει.

Δεύτερη φορά φεύγεις λοιπόν.

Ναι. Φεύγω και πάω στο ελεύθερο θέατρο. Θυμάμαι, επηρεασμένος απ’ τους μαύρους, βάφτηκα πάλι μαύρος. Κι έβαψα μαύρους όλο το μπαλέτο, παίρνω και τον Πατάκα, τον άντρα της Σπεράντζα Βρανά που ήταν τραγουδιστής, και τον βάφω κι αυτόν μαύρο. Κι ενώ ήταν το μπαλέτο έξι άτομα, εγώ πήρα και μικρούς ηθοποιούς για να κάνω μεγάλο θέαμα. Και πραγματικά έκανα. Μεγάλη επιτυχία. Την άλλη μέρα, έρχεται ένας από το θέατρο ΑΚΡΟΠΟΛ, το βασίλειο της επιθεώρησης, που τον στέλνει ο Βασίλης Μπουρνέλης. Εκεί δηλαδή που είχα ξαναδουλεψει ως μπαλαρίνος, με φωνάζανε τώρα σαν πρώτο χορευτή και χορογράφο. Και πραγματικά, μου κλείνει συμβόλαιο για δύο χρόνια να φύγω απ’ το ΒΕΜΠΟ. «Πόσα λεφτά παίρνεις;» μου λέει. «200 δρχ εγώ και 200 η παρτενέρ μου η Τζινιέρη τη μέρα», του λέω. Να φανταστείς, ότι οι πρωταγωνιστές τότε παίρνανε 600, 700 δρχ την ημέρα. «Πολλά είναι», μου λέει. Κι εγώ, δίχως να δω, βάζω μια υπογραφή στο συμβόλαιο όλος χαρά, γιατί ήξερα, ότι μπαίνοντας μέσα στο ΑΚΡΟΠΟΛ θα κάνω καριέρα. Βγαίνοντας, είδα ότι μας έβαλε πάλι 200 δρχ, αλλά για δύο χρόνια, τέσσερις σεζόν. Έτσι άρχισα την καριέρα μου, σαν χορογράφος πια, κι επειδή ο χορογράφος κάνει την πιο πολύ δουλειά, αναγκαστικά κάνει και σκηνοθεσία.

Μετά ήρθαν κι οι ελληνικές ταινίες…

Η πρώτη μου ταινία ήταν «Ο Αλή Πασάς κι η Κυρά Φροσύνη». Ενώ ήμουν στη Λυρική Σκηνή ακόμη, με πήρε είδηση ο Ντίνος Ηλιόπουλος κι ήρθε και μου λέει, «σε παρακαλώ θέλω να’ ρθεις να μου κάνεις μια χορογραφία». Και πήγα και του’ κανα στο REX χορογραφία, «τα κοκόρια των δώδεκα», Ντίνος Ηλιόπουλος – Άννα Φόνσου. Εκεί έκανα την πρώτη μου χορογραφία σε θέατρα, και το ’63 που έκανα τη δικιά μου χορογραφία. Έχω κάνει γύρω στις 80 ελληνικές ταινίες. Είμαι ευχαριστημένος από τη ζωή μου όλη. Αν ξαναγεννιόμουνα, πάλι χορευτής θα γινόμουνα.

Σήμερα;

Αυτή τη στιγμή, είμαι σε τρεις, τέσσερις σχολές, καλλιτεχνικός διευθυντής. Έχω δικούς μου δασκάλους και ξέρω τι διδάσκουνε. Γιατί ξέρω πολύ καλά, ότι ο χορός δεν είναι μόνο για να γίνεις χορευτής. Ο χορός είναι υγεία για το σώμα, και ειδικά για τα μικρά παιδιά, που κάνοντας κλασικό μπαλέτο, δεν παθαίνουνε ποτέ σκολίωση και κύφωση. Το πρώτο πράγμα που μαθαίνει ένα παιδάκι τριάμισι χρονών και τέσσερα, είναι πως θα σταθεί φυσιολογικά. Κι έχει άλλη ανάπτυξη το παιδί αν κάνει χορό και άλλη ανάπτυξη αν δεν κάνει. Η καλύτερη γυμναστική, για τα κορίτσια ιδίως, είναι πρώτα απ’ όλα το κολύμπι και μετά ο χορός.

Έχω κλείσει 62 χρόνια χορεύοντας. Η ταυτότητά μου λέει 80, το σώμα μου όμως είναι 40, και αυτό οφείλεται στο χορό. Εγώ αυτή τη στιγμή διδάσκω και χορεύω. Αν σταματήσω, είμαι σίγουρος ότι θα «φύγω», … δεν υπάρχει περίπτωση. Διότι το σώμα μου λαχταράει να χορέψει. Λαχταράει να κινηθεί.

Με σταματάνε στο δρόμο οι διάφοροι συνομήλικοι και μου λένε, «τι κάνεις και είσαι έτσι ζωντανός;» «Τι κάνω παιδιά; Μια ζωή κινούμαι, χορεύω», τους λέω. Ξέρω πολύ καλά, ότι ο χορός μού αναζωογονεί τα κύτταρα. Η καρδιά μου είναι νεανική, μου το’ παν οι γιατροί. Πήγα κι έκανα ένα καρδιογράφημα και μου βρήκαν κλειστή την κεντρική αρτηρία 99% και μου λέει ο γιατρός, «πως ζεις;» Κι αφού μου βάλαν ένα μπαλονάκι, μου λέει, «ξέρεις γιατί ζεις και θα μπορούσες να ζήσεις και χρόνια ακόμα; Γιατί η καρδιά σου είναι νεανική. Επειδή έκανες τόση γυμναστική στα χρόνια σου».

Όλα αυτά τα παιδάκια, τα πολύ μικρά, που βλέπουν μια μπαλαρίνα και θέλουν να γίνουν έτσι, και τα φέρνουν και γράφονται δίχως να καταλαβαίνουν πολλά, στην πορεία το αγαπάνε αυτό;

Απ’ αυτά τα παιδιά, πολλά το αγαπάνε και σαν επάγγελμα. Εγώ βγάζω και δασκάλες μέσα από αυτό και χορεύτριες. Να φανταστείς πόσο ευτυχισμένος είμαι, δες αυτή τη φωτογραφία με τα παιδάκια που τα κάνω σαν μαριονέτες και τα μαθαίνω να χορεύουνε! Αυτά τα παιδάκια σήμερα είναι μανάδες και μου φέρνουν τα παιδιά τους. Και κάνουν και οι μανάδες μάθημα και τα παιδιά τους. Πόσο ωραίο είναι…

Κι αφού με σταματάνε και μου λένε οι συνομήλικοι «τι κάνω;», αφιερώνω τώρα τι ζωή μου για το τι πρέπει να κάνει ο άνθρωπος. Γιατί να το’ χω εγώ μόνο αυτό το προνόμιο και να’ χω το σώμα μου να’ ναι σαραντάρης; Έχω βάλει ημερομηνία λήξεως στα 120, και το πιστεύω αυτό, ότι θα τα βγάλω μέχρι εκεί, γιατί ξέρω τι πρέπει να κάνω. Είμαι λιγόφαγος. Δεν έχω πάρει ποτέ περισσότερα κιλά από ότι είμαι. 70 κιλά.

Μόλις παίρνει σύνταξη η τρίτη ηλικία, πάει στον καναπέ κι αράζει και ξαπλώνει και βλέπει τηλεόραση. Ε αυτό το πράγμα… «φεύγει» και δεν το καταλαβαίνει. Όταν αδρανείς, το σώμα σου θα αδρανήσει. Κι άμα αδρανήσει το σώμα σου, θα «φύγεις», δε μπορείς να μείνεις.

Έχω βγάλει δύο τραγούδια. Το πρώτο αφιερωμένο στην τρίτη ηλικία και το δεύτερο με έναν χορό που τον ονομάζω life dance, ο χορός της ζωής. Αν θα το χορεύετε, λέω, τρεις φορές την ημέρα προ φαγητού, θα ξαναγεννηθείτε. Κάθε πρωί που ξυπνάω, μισή ώρα με τρία τέταρτα, ασχολούμαι με το να γυμνάζω τα πόδια μου, το σώμα μου, το κεφάλι μου, τα πάντα. Κάθε πρωί όμως. Αυτό μου δίνει δύναμη και έχω ζωντανά όλα τα μέλη του σώματος, είναι δικά μου ακόμα, όπως τα είχα. Και θέλω λοιπόν αυτό να το μεταδώσω στον κόσμο. Να κινείται. Λέω στο δεύτερο μου τραγούδι… «Η κίνηση στον άνθρωπο είναι μεγάλη ιστορία. Να ξέρετε το σώμα του είναι σα μπαταρία». Όσο κινείται, πάει καλά. Αν δεν κινείται, μένει. Γι’ αυτό σας λέω, ο άνθρωπος θα πρέπει να χορεύει. «Χορεύοντας το life dance μας δίνει ευκαιρία, να ξαναζωντανέψουμε την κάθε ηλικία. Ελάτε να χορέψουμε όλοι μαζί τα βράδια, τα γεροντοπαλίκαρα θα γίνουν παλληκάρια».

Είσαι μοναδικός…

Όχι… κοίταξε να δεις… εκπέμπω μία λατρεία στα παιδιά. Τα παιδιά που έρχονται, κοιτάνε πως θα με πάρουν αγκαλιά και μετά να μπούνε μέσα να αλλάξουν. Μου λένε, «ποιό είναι το μυστικό της νιότης και που ακόμα αισθάνομαι νέος;» Το μυστικό, πέρα απ’ το χορό, είναι η επαφή που έχω με τα νιάτα. Τα νιάτα είναι ενέργεια. Κάθε αγκαλιά παιδιού έχει ενέργεια που την παίρνεις.

Κι εκείνο από εσένα.

Ναι, κι εκείνο παίρνει από εμένα, αλλά κάθε αγκαλιά για μένα είναι και μία εβδομάδα περισσότερο ζωή. Είναι μεγάλη υπόθεση. Προσπαθώ να κάνω έναν πιλότο με πέντε γενιές. Μία των 10 ετών, των 20, των 40, των 60 και τον 80. Να ανακατέψω τις ηλικίες και να χορεύουν όλοι μαζί το life dance. Χορεύοντας, θα δεις ότι οι γέροι ξαναγίνονται νέοι και οι νέοι μένουνε νέοι. Είναι αμαρτία να βλέπεις 10 ετών παιδιά να είναι παχύσαρκα, να είναι τεμπέλικα, να μην κουνιόνται, να βαριόνται.

Τη δίψα αυτή και τη λαχτάρα να γίνουν «κάποιοι», και στις μεγαλύτερες ηλικίες, τη βλέπεις, τη συναντάς;

Όχι, επειδή έχουνε κουραστεί. Και ξέρεις πιο είναι το δράμα το μεγάλο και δε το καταλαβαίνουνε, ειδικά η τρίτη ηλικία; Έχουνε δουλέψει μία ζωή, έχουν αποκτήσει χρήματα, παιδιά, εγγόνια, και φτάνει μια στιγμή ο γέροντας, που δε μπορεί να συντηρηθεί μόνος του, εάν δεν έχει κάνει τη ζωή που κάνω εγώ, κι έχει εγκαταλείψει τον εαυτό του, γερνάει, δε μπορεί να κουνηθεί και τον πάνε στα γηροκομεία. Έχεις πάει σε γηροκομείο να δεις τι γίνεται και τι δυστυχία υπάρχει; Κι έρχεται ο γιος με τη Mercedes απέξω, και κοιτάει τη Mercedes αν έχει καμιά γρατσουνιά, και δεν κοιτάει τις γρατσουνιές που έχει ο πατέρας του που είναι μέσα. Οι άνθρωποι αυτοί λένε, «περιμένουμε πότε θα πεθάνουμε».

Και σκέφτομαι εγώ και λέω, γιατί ο πατέρας μου να φύγει; Την ώρα που γινόμουνα εγώ «Μεταξόπουλος», έφυγε ο πατέρας μου. Και λέω, τώρα φεύγεις; Τώρα που θα σε είχα εδώ; Να κάτσεις εδώ με τα εγγόνια σου; Θα τον πήγαινα ποτέ εγώ σε γηροκομεία; Όσα θες κάνεις παιδιά. Μάνα και πατέρα δε μπορείς να κάνεις άλλον. Άρα λοιπόν, γιατί τον καταντάς μέσα εκεί; Η δυστυχία κι η μοναξιά είναι η μεγαλύτερη αρρώστια. Γιατί τον καταδικάζεις βρε παιδί μου τον πατέρα σου έτσι; Να σηκώνονται να περπατάνε. Ακόμη κι η σκάλα, ξέρεις πόσο μεγάλη δύναμη σου δίνει στον οργανισμό; Ξέρεις τι γυμναστική είναι η σκάλα; Έστω και πέντε σκαλιά.

Πολλοί νέοι, κοιμούνται όλο το πρωί, ξυπνάνε πάνε για καφέ, βγάζουν μια σχολή, ειν’ απαισιόδοξοι, και λένε μετά πως φταίει η ζωή που δε μπορούν να πετύχουν. Κάποιοι πιάνουν μία άσχετη δουλειά, και δεν ακολουθούν το όνειρό τους γιατί δεν έχουν όνειρο ή φοβούνται.

Μα η Ελλάδα, έφτασε σε ένα τέτοιο σημείο, γίνανε τέτοια λάθη, που τρομάζω και λέω, είναι δυνατόν να παίρνουμε λεμόνια απ’ την Ισπανία και τη Βραζιλία; Δεν κάναν την Ελλάδα εδώ τυχαία. Την κάναν στην πιο εύφορη γη που υπάρχει στον κόσμο. Εδώ είναι το κέντρο του κόσμου. Είναι ντροπή. Αγρότες λέμε… Πού είναι οι αγρότες και πού είναι τα λεμόνια; Ή τα ζαρζαβατικά που τα φέρνουν απ’ έξω; Δεν είναι ντροπή;

Κανονικά ο άνθρωπος θα έπρεπε να είναι αυτοσυντήρητος. Μόνος σου να μπορείς να φας, να πιείς, να διασκεδάσεις. Δεν είναι ανάγκη να περιμένεις ή να γίνεις δημόσιος υπάλληλος για να παίρνεις λεφτά από το κράτος. Εγώ, αν έφυγα απ’ τη Λυρική Σκηνή, είναι γιατί δεν ήθελα να με πληρώνουνε δίχως να κάνω αυτό που ήθελα. Και δεν μ’ άρεσε η αδικία. Ό,τι δουλειές έχω κάνει μέχρι σήμερα, τις έκανα με ποσοστά. Έλεγα, «θα κάνω καλή δουλειά, θα πάρω και καλά λεφτά. Δε θέλω να μου δώσεις χίλια ή δυο χιλιάδες μεροκάματο. Όχι. Ποσοστό! Θα’ ρθουνε; Θα μου τα δώσεις. Δε μ’ αρέσει σε μία αποτυχία, εγώ να παίρνω τα χιλιάρικα κι εσύ να λες κοίτα μου’ κανε αποτυχία κι εγώ τον πληρώνω. Όταν έκανα αποτυχία, ας έπαιρνα λιγότερα λεφτά».

Όλα αυτά επηρεάζουν τα νέα παιδιά. Θεωρείς ότι έχουνε στόχους; Βάζουν στόχους;

Όχι. Μα βλέπω τα παιδιά, «είμαι απογοητευμένος, τι θα κάνω…»

Τι είναι αυτό που κάνει το νέο να μην έχει στόχο;

Μα εμείς τον φέραμε ως εδώ, η κατάσταση. Όταν το παιδί ξυπνάει και βλέπει αυτά που γίνονται κι όλες τις ανωμαλίες ή τους γκέι, λέει: «Α, γιατί να μη γίνω κι εγώ; Αφού άμα γίνω κι εγώ, θα’ χω εξέλιξη και θα πάρω κι εγώ λεφτά».

Άρα δεν ευθύνονται.

Όχι, δεν ευθύνονται. Βλέπεις ότι όσοι έχουν αξία φεύγουνε; Είναι δυνατόν ένα κράτος να συντηρηθεί όταν θα φύγουν όλοι; Και τα «κεφάλια»; Ξέρεις πόσα κεφάλια Έλληνες διαπρέπουνε στο εξωτερικό και δεν είναι μες στην πατρίδα τους να τη βοηθήσουν;

Με αφορμή την κρίση «έδιωξαν» πάρα πολλούς.

Εδώ φεύγουν οι επιχειρήσεις και πάνε δίπλα που η φορολογία είναι πολύ λιγότερη. Δε θα πάει εκεί; Όλοι για τα λεφτά δουλεύουνε. Και πώς θέλουμε να γίνει ανάπτυξη; Να’ ρθουν εδώ, αφού δεν του δίνεις να ανεβάσει την επιχείρησή του, και τον φορολογείς αμέσως μόλις έρθει; Δε θα πάει μπροστά αυτός ο τόπος. Θα είμαστε τουρίστες στον τόπο μας.

Πρέπει να αλλάξουν οι επιλογές μας, αυτούς που ψηφίζουμε;

Είναι από «μέσα». Ο Έλληνας, μόλις κάνει παιδί, λέει να το κάνω δημόσιο υπάλληλο. Ποιός θα τους ταΐσει; Διαλύεται. Κι όταν χρωστάς, δυστυχώς δεν υπάρχει λύση. Και τώρα μόλις έρχονται απ’ έξω τα δις, τα ξαναπαίρνουν πίσω. Τους τόκους πληρώνουμε κι αυξάνονται. Θα πνιγούμε. Και οι Έλληνες, αλλά και οι περισσότεροι πολιτικοί, έχουν βγάλει όλα τα λεφτά τους έξω και τελείωσε.

Στα νέα παιδιά ποιό είναι το μήνυμά σου Φώτη μου;

Τα νέα παιδιά, πρέπει να παλέψουν με τον εαυτό τους και να κοιτάξουνε να γίνουν αυτοδημιούργητοι. Να μπορεί ο καθένας τον εαυτό του να τον ταΐσει μόνος του. Να μην περιμένει από πουθενά. Παίρνοντας έναν γκασμά, ανοίγοντας μία τρύπα και φυτεύοντας ένα κλωνάρι, ό,τι φυτέψεις σ’ αυτόν τον τόπο βγαίνει και γίνεται καρπός. Είναι αμαρτία λοιπόν να γίνονται αυτά τα πράματα.

Ήρθανε οι Αλβανοί και γίνανε πάμπλουτοι, γιατί δεν είχαμε Έλληνες να δουλέψουν, δεν ερχόντουσαν. Έλεγε στο καφενείο, «εγώ;» Φταίμε κι εμείς δηλαδή. Φταίμε οι πατεράδες που τα’ χουμε κάνει έτσι. Οι ξένοι, το παιδί τους, μόλις έρθει καλοκαίρι και θέλει να κάνει διακοπές, του δίνουν τα εισιτήριά του μόνο, και του λένε «θα πας να δουλέψεις και να ζήσεις». Και να’ χει δισεκατομμύρια ο πατέρας του… Αυτό το παιδί πάει μπροστά. Το κάναμε και νούμερο στην επιθεώρηση. Αλβανός που δεν είχε μία, έκανε περιουσία και παίρνει τώρα Έλληνες και του δουλεύουνε.

Αναδρομή… Τι ήταν αυτό που έφτιαξε τον Φώτη Μεταξόπουλο; Αυτό που βγήκε από μέσα σου, θέλω. Ο Άνθρωπος, ο Επαγγελματίας, η Ψυχή σου που σε έφτιαξε και σε πήρε από τη φτώχεια και σε ανέβασε;

Έχω ένα μεγάλο παράπονο. Η μεγαλύτερη μου βλακεία… όταν ήμουνα μικρός, δεν μ’ αρέσανε τα γράμματα. Στο Γυμνάσιο, κατοχή, με μητέρα που έχασα και πατέρα φυματικό, ο μεγαλύτερος απ’ τα αδέρφια, πήγαινα και δούλευα. Σε πλυντήριο έχω δουλέψει, τότε που πρωτοβγήκαν και παίρναμε τα ρούχα και τα πηγαίναμε στα σπίτια με το καλάθι και παίρναμε το πουρμπουάρ. Γυάλιζα κάθε Κυριακή παπούτσια να παίρνω μεροκάματο. Όλα αυτά όμως με βάλανε μες στη ζωή. Όταν με έβαλε ο πατέρας μου σε ιδιωτικό σχολείο στην Καλλιθέα, παρότι ήτανε φτωχός, ενώ πήγαινα στο δημόσιο μέχρι την έκτη, και πλήρωνε ο φουκαράς, εγώ έμεινα στην ίδια τάξη. Την εποχή εκείνη οι δάσκαλοι μας δέρνανε. Υπήρχε ξύλο. Υπήρχε ένας χάρακας, σου’ πιανε το χέρι και σου’ κανε μελανιές. Το τι ξύλο έχω φάει…

Και θυμάμαι, 28 Οκτώβρη, σε ένα θεατρικό που παίζουμε στο Γυμνάσιο, μου δίνουν έναν ρόλο, ενός παιδιού που παίρνει ένα χαρτί που λέει να χτυπήσουμε τις καμπάνες να κάνουμε επανάσταση, και να το πάω να το δώσω στο χωριό, να το πάρει ο παπάς να χτυπήσει τις καμπάνες κτλπ. Και πηγαίνοντας εγώ, στο δρόμο, οι Τούρκοι με πυροβολούνε και πήγα λαβωμένος. Φτάνοντας εκεί, δίνω το γράμμα και πεθαίνω. Κι από κάτω, οι δασκάλοι μου που με δέρναν εμένα, κλαίγανε, γιατί το’ παιξα καλά. Και μάλιστα, έρχεται μία δασκάλα και μου λέει, «παιδάκι μου τι να σου πω, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ, με έκανες κι έκλαψα». Και της λέω, «το τι το ευχαριστιέμαι… πόσες φορές έχω κλάψει εγώ που με δέρνατε, και τώρα σας έκανα να κλάψετε κι εσείς». Κι ο γυμνασιάρχης λέει στον πατέρα μου, ο γιος σου θα γίνει ηθοποιός γιατί είναι πολύ καλός, αλλά αν δε μάθει γράμματα δε θα γίνει τίποτα.

Πανεπιστήμιο δεν πήγα, αλλά έβγαλα την Πανεπιστημίου γύρω γύρω. Το πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου το έβγαλα και πήρα και ντοκτορά. Είναι μεγάλο σχολείο το να μορφώνεσαι έτσι. Ίσως αυτή η φτώχεια, αυτή η έλλειψη της μάνας, όλα αυτά, και ιδίως η φτώχεια. Τι χαρούπια έχω φάει… Μια φορά έκλεψα και μία κότα με έναν φίλο μου. Την κλέψαμε, τη στραμπουλίξαμε, και τη φάγαμε γιατί πεινάγαμε. Θυμάμαι που κλέβαμε τις μπομπότες απ’ τα αυτοκίνητα τα γερμανικά. Όλα αυτά λοιπόν, δημιουργήσανε τον Μεταξόπουλο.

Πες μου κάτι για Το Σμαράγδι (η πρώτη ιστοσελίδα μου, στην οποία έγινε η συνέντευξη).

Θα το γράψεις;

Θα το γράψω.

Δε νομίζω ότι θα μπορούσες να το ονομάσεις καλύτερα. Το ωραιότερο όνομα που θα μπορούσες να του δώσεις, ήταν «Το Σμαράγδι». Και ξέρεις γιατί; Γιατί εσύ είσαι ένα Σμαράγδι. Και σου βγαίνει από μέσα σου αυτό το αληθινό που έχεις. Και ειλικρινά, συγκινήθηκα. Συγκινούμαι που σε βλέπω, που σ’ ακούω… Έχεις τρομερή προσωπικότητα, και νομίζω ότι επειδή το αξίζεις, θα πετύχεις και πολύ. Να’ σαι σίγουρη ότι θα πετύχεις, γιατί μ’ αρέσει η δουλειά όπως την έχεις κάνει. Και πραγματικά, δεν υπάρχει άλλο. Ένα είναι Το Σμαράγδι.

Σε Ευχαριστώ!

Να’ σαι καλά…

Δεν θα σε διαψεύσω.

Το ξέρω.