#Προσωπικότητες - Συνεντεύξεις

Στέλιος Κορσαβίδης, ο Συνθέτης που έγραψε επιτυχίες στον Καζαντζίδη, Τιμής Ένεκεν

Συνέντευξη στην Έφη Πασχάλη 3/4/2017

Αγαπημένος συνεργάτης και φίλος του Στέλιου Καζαντζίδη, μας αποκαλύπτει πως έζησε το ελληνικό κλασικό τραγούδι. Μιλάμε άνετα, στο πολύ υπέροχο γραφείο του κοινού μας φίλου και Δικηγόρου Αθηνών, Στρατή Σταρόγιαννη…

«Το Στρατή τον γνώρισα στην Αμερική. Είναι κι αυτός μουσικός, έχει γράψει τραγούδια».

Ήρθατε κύριε Κορσαβίδη από Αμερική. Και φεύγετε…;

Πάσχα. Δευτέρα 8 Μαΐου.

Το καλό σύμπαν κι ο καλός Θεός, θέλησαν σήμερα να είμαστε μαζί!

Βεβαίως, κι η χαρά δική μου.

Δική μου η χαρά και δική μου η τιμή, για την εμπιστοσύνη που μου δείχνετε.

Πάντοτε.

Πως νιώθετε όταν γράφετε… Βλέπετε, δεν κρατάω δεφτέρια για τη συνέντευξή μας, δεν ανοίγω φακέλους, τα μάτια, μού δίνουν την ώθηση και το ξεκίνημα.

Βασικά, τα τραγούδια αυτά, είναι από κάποιες αναμνήσεις, ζωντανές, περασμένες ή τωρινές. Δηλαδή, όταν είμασταν νέοι, αγαπούσαμε, μας αγαπούσανε, και πάνω σ’ αυτό γράφαμε και τα τραγούδια. Ήταν τα περισσότερα ερωτικά, ή ορισμένα τα οποία ήτανε, ας πούμε, κοινωνικά τραγούδια, για τη μαμά, για αδικίες που γίνονται. Και φυσικά, την εποχή που γραφτήκαν αυτά τα τραγούδια, ο κόσμος είχε ανάγκη τέτοιων τραγουδιών. Τώρα βλέπω ότι δε τους ενδιαφέρει τόσο πολύ. Τους ενδιαφέρουν άλλες κατασκευές. Ωστόσο, αυτά τα παλιά τραγούδια, που αποτελούν τη βάση της δισκογραφίας, μουσικά και στιχουργικά, ο κόσμος τα ακούει, τα αγαπάει. Αλλά δεν είναι ανοιχτός, στο να δεχτεί νέα τραγούδια και να τα χαρακτηρίσει ποιοτικά «καλά».

Ακούμε να λεν, ότι δεν υπάρχουν τώρα στιχουργοί να γράφουν σωστά και ποιοτικά. Υπάρχουν όμως, έστω και λίγοι, αλλά δεν τους αποδέχεται εύκολα ο κόσμος. Αυτό σημαίνει, ότι τα δώσατε όλα, όλοι εσείς τότε;

Δεν τα αποδέχεται ο κόσμος, γιατί του γίνεται πλύση εγκεφάλου με τα καινούρια. Εν τω μεταξύ, τα καινούρια δεν έχουν κάτι, που να μπορέσει ο άλλος την ώρα που δουλεύει ή την ώρα που έχει κάποια χαρά, να τραγουδήσει κι αυτός ένα τραγούδι. Βλέπετε, μπαίνουν απ’ το ένα αυτί και βγαίνουν απ’ τ’ άλλο.

Πλύση εγκεφάλου, που δεν δέχεται το άνοιγμα της αύρας της μουσικής στην καρδιά του όπως παλιά.

Παλιά, ήτανε μία η αίσθηση του αυτιού. Τώρα τις αισθήσεις τις κάνουν πολλές. Γδύνονται πάνω στην πίστα, κάνουν πράγματα άλλα, δηλαδή, δεν έχει να κάνει τίποτα με το λαϊκό τραγούδι.

Και πως εξηγείτε εσείς που χάλασε η ποιότητα του ελληνικού τραγουδιού; Τα δώσατε όλα και δεν έχουμε να δώσουμε τίποτε άλλο;

Όχι. Είχαμε και έχουμε και θα’ χουμε, αλλά στα συγκροτήματα και στη δουλειά μας εισήλθαν άνθρωποι οι οποίοι δεν ήταν λαϊκοί. Ήταν παιδιά του ροκ εν ρολ, τέτοιοι ανθρώποι, οι οποίο, σιγά σιγά εκτόπισαν τους παλιούς, οι οποίοι παλιοί, δεν είχαν και τόσο πολύ μεγάλη μόρφωση. Και τα νέα παιδιά αυτά, πιο πολύ μορφωμένα, ανέλαβαν τον τρόπο με τον οποίο ήθελαν να διασκεδάζει ο κόσμος. Αλλά δεν είναι αυτό που θέλει να διασκεδάζει ο κόσμος.

(Μιλάει ζεστά, ήρεμος, και γελάει που και που… Ένας χαρούμενος άνθρωπος!)

Μ’ άλλα λόγια, το επίκτητο, έκανε λίγο πέρα το έμφυτο.

Ναι. Έχει μια παροιμία για αυτό. «Τα πόδια χτύπησαν το κεφάλι».

Ως Στιχουργός και Μουσικός, πως βλέπετε τη ρηχότητα που τώρα πλανιέται στο σύμπαν της μουσικής; Μουσικοί, νομίζουν πως κάτι κάνουν, ενώ πλάθονται κι αναπλάθονται οι μουσικές, ξανά και ξανά ίδια. Υπάρχουν κι ωραία πράγματα αλλά πνίγονται.

Είναι ελάχιστα (τα ωραία). Επειδή έχει προσεχθεί ότι, όταν μια λέξη επαναλαμβάνεται, πάει στ’ αυτιά του κόσμου, και μένει και το τραγούδι, «πιάνει», αλλά δεν είν’ έτσι. Για μένα, δεν είναι να επαναλαμβάνεις δέκα φορές μια λέξη σε ένα τραγούδι για να μπορέσει να μείνει στον κόσμο. Για μένα, μένει η λέξη όταν έχει βάθος, κι όταν η μουσική είναι παντρεμένη με τη λέξη. Αν η μουσική λέει άλλα και οι λέξεις λένε άλλα, είναι «τραλαλά».

«Μου’ χεις ψημένο το ψάρι στα χείλη, καιρό, πολύ καιρό. Ξέρω τι θέλεις μα τι να σου κάνω, αφού σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ». Πάνος Γαβαλάς και μουσική…

Μαζί τα γράφαμε. Είμασταν μαζί στο σπίτι, στο δρόμο…

Και κάπου μετά, δισκογραφικά, μοιραζόντουσαν για το τυπικό της υπόθεσης οι δουλειές, αλλά είσασταν «ένα»;

Μαζί γράφαμε και δεν είμασταν μόνο δύο, είμασταν τρεις. Ήτανε κι ο Τάσος ο Κουλούρης, ένας βιολίστας, κι ο ένας βοηθούσε τον άλλον να συναρμολογεί ένα ωραίο τραγούδι.

Ένα κέφι δηλαδή, ήτανε τρόπος ζωής αυτό.

Βεβαίως. Θυμάμαι, το 1963 πρέπει να’ τανε, όταν βγήκε το «με πονάς.. δε μ’ αγαπάς», ο Γαβαλάς ήτανε στον Τζίμη το χοντρό, μια ταβέρνα στην Αχαρνών. Κι εγώ δούλευα τότε στην Τριάνα του Χειλά, λεωφόρο Συγγρού. Με παίρνει τηλέφωνο κατά τα μεσάνυχτα και μου λέει, «Στέλιο, έχουμε επιτυχία». Λέω, «τι έγινε». Το’ πα το τραγούδι για πρώτη φορά, πριν βγει δίσκος, στο μαγαζί, κι ήρθαν είκοσι παραγγελίες να θέλουν το ίδιο τραγούδι συνέχεια». Άρεσε στον κόσμο, άρα θα’ χουμε επιτυχία. Και πράγματι, είχαμε επιτυχία και καλή επιτυχία. Μάλιστα, νομίζω ότι σε έναν διαγωνισμό που γινότανε το ’63 για το καλύτερο τραγούδι, ψήφισε ο κόσμος το «δε με πονάς».

Τότε το κέντρο λειτουργούσε με το καλό τραγούδι. Ξέραν όλοι ότι θα ακούσουνε «αυτόν» να τραγουδάει.

Βεβαίως, ναι, ήταν μερακλίδες, τραγουδάγαν μαζί μας. Κι ο Στιχουργός κι ο Μουσικός, ήταν στην επιφάνεια. Ξέραν όλοι κάποια ονόματα. Ξέραν Γαβαλά, ξέραν Κορσαβίδη. Γνωρίζανε τα ονόματα. Βεβαίως, βεβαίως! Σήμερα δε γνωρίζει κανένας τι κάνει ποιος. Πρώτον, δεν έχει μαγαζιά. Τα μαγαζιά τώρα τι είναι; Τρία, τέσσερα, πέντε. Την εποχή εκείνη, ήταν τα πρώτα μαγαζιά βέβαια καμιά δεκαριά, δεκαπέντε ήταν τα δεύτερα μαγαζιά, κι άλλα τριάντα, σαράντα ήταν τα τρίτα μαγαζιά, κατάλαβες; Δηλαδή είχε πολλά μαγαζιά.

Τώρα, κάθε εξάμηνο γνωστοί τραγουδιστές βγάζουν τραγούδια, και το επόμενο εξάμηνο ξεχνιούνται.

Γιατί δεν έχουνε βάθος. Αυτό που λέγαμε ότι είναι… ο μπενάκης κι ο βγαινάκης.

Πως νιώθατε όταν γράφατε;

Ωραία!

Νιώθατε ότι ζείτε για αυτό;

Βέβαια! Το ζούσες!!! Ένα τραγούδι που γράφτηκε για κάποια πολύ καλή κυρία, «ήρθες στον πόνο σου να ζευγαρώσεις, με τον δικό μου για να βρεις παρηγοριά». Ο πόνος του ενός με τον πόνο του άλλου, τους συνέδεσε μεταξύ τους. Ας πούμε, εμένα μ’ άφησε το κορίτσι μου, εσένα σ’ άφησε τ’ αγόρι σου. Κι εσύ βρήκες εμένα για να παρηγορήσεις τον πόνο σου, κι εγώ εσένα, αλλά εσύ βαρέθηκες, κουράστηκες, προτού να καταλάβεις ποιος είμαι, τι κρύβει μέσα η φτωχή μου η καρδιά… Μ’ άλλα λόγια, η πένα, η μουσική κι η στιχουργική, ήτανε ο έρωτας, η αγάπη, με πηγή την καρδιά. Δεν ήτανε «κάθομαι στην κονσόλα να φτιάξω μία μουσική». Ήτανε το μπουζούκι, η κιθάρα. Μόνος ή με την παρέα μου, δύο, τρεις, και κάνουμε τραγούδι. Δε βάζουμε το μηχάνημα να κάνει το τραγούδι. Όχι όχι όχι. Ήτανε ζωντανά όλα.

Στην Αμερική, δούλευα σε ένα πολύ καλό μαγαζί. Το μαγαζί ήταν τέτοιο που το θέλαν όλοι οι μουσικοί. Οι μουσικοί του Φρανκ Σινάτρα… Ερχόταν όλοι 12 η ώρα, για να ακούσουν αυτή την περίεργη μουσική που παίζαμε, δηλαδή παίζαμε πέρσικα, εβραίικα, αρμένικα, αιγυπτιακά, όλων των ειδών αυτού του είδους, και τους άρεσε.

Κάποτε, ήρθε ο μπασίστας του Φρανκ Σινάτρα, ήτανε ελληνικής καταγωγής, και μου λέει, «είμαι χαρούμενος Στέλιο». Του λέω, «γιατί». «Γιατί φέρανε κάτι μηχανήματα, κι αντί για είκοσι μουσικοί, παίξαμε και τα βγάλαμε δώδεκα μουσικοί». Του λέω, «τώρα έπρεπε να κλαις». Μου λέει, «γιατί». «Φέτος βγάλαν αυτά τα μηχανήματα, του χρόνου θα βγάλουν μηχανήματα να μη χρειάζονται μπάσο και δεν θα παίξεις κι εσύ».

Μιλάμε για εποχή;

Το ’70. Μόλις πρωταρχίσανε τα ηλεκτρονικά.

Κύμα, που ήρθε να αντικαταστήσει τη δια χειρός μουσική ροή;

Ναι. Για να καταλάβεις, στο Κάρνεγκι Χολ, αυτό το φημισμένο που είναι στη Νέα Υόρκη που γίνονται όλα τα κονσέρτα, πάντοτε είχε δέκα βιολιά, ζωντανά. Από τότε που βγήκαν τα συνθεσάιζερ, υπάρχει ένα σινθεσάιζερ που κάνει ορχήστρα ολόκληρη με βιολιά, απολύθηκαν οι άνθρωποι οι δέκα και κάνει τη δουλειά ένα. Κατάλαβες τι γίνεται; Αλλά όσο κι ωραία να ακούγεται το ηλεκτρονικό, είναι ξύλο, είναι στεγνό, είναι τίποτε. Άμα δε δεις ζωντανά τον μουσικό να παλεύει εκεί με τη μουσική να σε διασκεδάσει, δεν αξίζει τον κόπο.

Να παλεύει με τη μουσική;

Ναι, για να σε διασκεδάσει, να δει πως θα διασκεδάσεις καλύτερα. Γιατί, μη ξεχνάς, ο μουσικός είναι «γιατρός» της ψυχής. Βγαίνει ο κόσμος, να αφήσει το ωραίο του σπιτάκι, και να χαλάσει την ώρα του, τα λεφτά του, να ακούσει μουσική γιατί το’ χει μέσα του ανάγκη. Αν τώρα ο γιατρός δεν είν’ ο σωστός γιατρός, και του δώσει τη λάθος συνταγή που είναι τα λάθος τραγούδια, τι θα γίνει ο ασθενής; Θα γίνει χειρότερα. Θα φύγει σπίτι αγανακτισμένος, και θα πει «δεν έκανα κέφι». Αν όμως ο γιατρός είναι καλός, δηλαδή, μπορεί να δει τι θέλει ο πελάτης του κάτω, γιατί έρχεται, και του δώσει αυτά τα τραγούδια που πρέπει, τον κάνει να πιεί, να ξεχάσει, κι όλα τα καλά που μπορεί να δώσει η μουσική.

Όταν γράφατε, σκεφτόσασταν «τι θα πει ο κόσμος;»

Βέβαια! Εγώ για να καταλάβεις, όταν τελείωνα ένα τραγούδι, μάζευα τα πιτσιρίκια της γειτονιάς, καμιά δεκαριά, δεκαπέντε, τους έβαζα τα τραγούδια τα καινούρια που έγραψα σε ένα μαγνητόφωνο, και τους έλεγα «ποιο σας αρέσει». Και 90%, τα πιτσιρίκια είχαν επιτυχία. Μου λέγαν, «αυτό, αυτό θείε Στέλιο, αυτό, αυτό».

Επειδή είναι αγνά και βλέπουνε πιο καθαρά…

Ίσως. Έχουν αγνή ψυχή, ναι…

Μοιάζει με έναν καταστηματάρχη που δε μπορεί να παίρνει μόνο τα ρούχα της αρεσκείας του;

Βέβαια. Ό,τι θέλει ο κόσμος!

Ωστόσο, η ποικιλία να μη ξεφεύγει απ’ την ποιότητά της. Αν ξεφύγει, θα χάσει. Ή θα έχει ένα κοινό με την επιλογή δίχως ποιότητα.

Ναι, κοίταξε, είχαμε και τέτοια. Που λένε ότι… τα σκυλάδικα ήταν αυτά που παιζόντουσαν τα βαριά τραγούδια, που σε πολλούς, εντάξει, τους αρέσαν. Αλλά, οι περισσότεροι, τους άρεσε κάτι που να θυμίζει και λίγο Ευρώπη, να θυμίζει και λίγο Ανατολή. Τώρα… «στα Τρίκαλα στα δυο στενά σκοτώσανε το Σακαφλιά», «της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες», εντάξει, οι άλλοι οι ανθρώποι δεν είναι καλοί; Μόνο οι εγκληματίες είναι;

(Γελάει εδώ, με τον ήρεμο τρόπο που μιλάει… Πόσο γλυκιά η συζήτησή μας…)

Σε τι ηλικία περίπου ξεκινήσατε να γράφετε;

Να γράφω, ξεκίνησα αργά, το 1958. Αλλά ακορντεόν παίζω από 7, 8 χρονών, μέχρι να πάω στην Αμερική. Στην Αμερική, επειδή μου δημιούργησε κάποια προβλήματα στη σπονδυλική στήλη, το γύρισα στο συνθεσάιζερ, δηλαδή όργανο που παίζεται χωρίς να το’ χεις πάνω σου και κάνει ήχους που συναγωνίζεται τ’ ακορντεόν.

Τώρα θα βγούνε όλα στον αέρα! Γεννηθείς; (Γελάμε μαζί… τόσο αυθόρμητα…)

14 Νοεμβρίου το’34. Σκορπιός.

Η πρώτη εμπειρία με τη δισκογραφία.

Ήτανε κάτι μεγάλο για μένα.

Πως έτυχε δηλαδή και… πήγες στο δρόμο αυτόν…

Κοίταξε να δεις, ήμουνα μια μέρα στο δρόμο…

Ναι, α, δρόμος λοιπόν… (Γελάμε κι οι δυο ξανά!)

Ναι, και… μου’ ρθε μια μελωδία στο νου, ήτανε το ’57, «μες στη ζωή μου την πεζή δε με κατάλαβε κανείς», λέει το ρεφρέν. Ενώ ήταν το ’57, ο Γαβαλάς μέχρι που τελείωσε τη σταδιοδρομία του, το τραγούδαγε κάθε βράδυ. Του άρεσε πολύ. Και είναι ωραίο τραγούδι. «Γιατί καρδιά μου να πονάς τόσο πολύ, για μια αγάπη που δεν πόνεσε για σένα. Είναι κατάρα φοβερή, είναι η μοίρα σου αυτή, να υποφέρεις απ’ αγάπη στη ζωή».

Απίστευτη εμπειρία. Εκεί λοιπόν στο δρόμο, τον συμπαντικό, θα έλεγα, για τη δισκογραφία, στο δρόμο βρέθηκε κι αυτός ο στίχος.

Ναι. Μ’ αυτό πρωτοξεκίνησα του Γαβαλά να του δίνω τραγούδι.

Και πήγατε στο Γαβαλά και του είπατε, «έγραψα αυτό;»

Όχι, δεν πήγα στο Γαβαλά, δουλεύαμε με το Γαβαλά. Αυτό το τραγούδι το’ φτιαξα πιο νωρίς. Κι ύστερα, το ’77, δουλεύαμε με στο Γαβαλά στο Τζίμη το χοντρό. Μια μέρα, καθίσαμε και του λέω, «ρε συ, έχω ένα τραγούδι». Ω, τρελάθηκε. Κι αφού είδε από κει ότι εγώ μπορώ να γράφω τραγούδια, καθόμασταν μαζί και γράφαμε τραγούδια. Είχαμε και βοηθό τον Κουλούρι με το βιολί και το’ παιζε.

«Αφού είναι λίγη η ζωή, θέλουνε να σε βλέπουνε στην κοινωνία θύμα και να χτυπιέσαι αλύπητα σα βάρκα μες στο κύμα».

«Αφού είναι γρήγορη η ζωή». Έχει αλλάξει πολλά ο Γαβαλάς. Καταρχήν, έχει αλλάξει λίγο το ύφος της μουσικής. Εμένα, το τραγούδι ήτανε, «σε κάθε βήμα με χτυπά του κόσμου η κακία, κι αναρωτιέμαι το γιατί, σ’ αυτή την ψεύτικη ζωή, νικά η αδικία. Έρημος μέσα στο ντουνιά, της κοινωνίας θύμα, ένας θαμμένος ζωντανός μες στης ζωής το μνήμα». Του το’ δωσα εγώ κι έφυγα. Και μετά το’ βαλε αυτός, ή είχε την περιέργεια να τ’ αλλάζει κάπως. Ε, του άρεσε έτσι που το’ βαλε, καλύτερα το’ βαλε. Αλλά εγώ θα το ξαναβάλω όπως το είχα πρώτα.

Το πρώτο, θεωρώ, ότι πάντοτε έχει μια πολύ ιδιαίτερη βαρύτητα. Το παρθενογεννημένο.

Ναι, ναι. Το πρώτο άκουσμα.

Υπήρχανε και τότε ίντριγκες και συγκρούσεις;

Ε βέβαια, πάντα υπάρχουν και θα υπάρχουν. Ο πατέρας μου τραυματίστηκε στον εμφύλιο πόλεμο. Κι όταν πήγα να ζητήσω κοινωνικών φρονημάτων, για να πάω στο Πανεπιστήμιο, μου λέει ο αστυνομικός διευθυντής: «Πως σε λένε;» Λέω, «Κορσαβίδης». «Είσαι Πόντιος;» Λέω, «ναι». «Και θέλεις κοινωνικών φρονημάτων; Φέρατε τον κουμουνισμό στην Ελλάδα…» «Τι λες αστυνόμε, ο πατέρας μου είναι τραυματισμένος και μου λες εμένα για κουμουνισμούς;» Αυτό το γεγονός με έκανε να φύγω στην Αμερική. Έμεινε μέσα μου καρφωμένο. Δηλαδή, εδώ, (στην Ελλάδα), υπάρχουν θύματα πολλά, που δε μπορούνε να αντέξουνε και, ή φεύγουνε μετανάστες ή κάθονται εδώ και υπομένουν τη μοίρα τους.

Συνεπώς, δεν αλλάζει κάτι, όσον αφορά τον παραλληλισμό της εποχής…

Τίποτε. Πρόσωπα αλλάζουν.

Έχουμε και παλιές ελληνικές ταινίες που λένε, «μα τη σήμερον εποχή» και «τη σήμερον εποχή» είναι…

30, 40 χρόνια πριν. Έφη, όσο υπάρχει ο κόσμος, δεν υπάρχει παράδεισος.

Θέλετε να μου πείτε ότι γράφετε ένα νέο τραγούδι αυτή τη στιγμή…

Γιατί όχι;

Όσο υπάρχει κόσμος ‘’θανάσιμος’’, ορολογία του βιβλίου μου ΕΑΥΤΕ ΜΟΥ ΜΗ ΜΕ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙΣ ΝΑ ΖΩ. Και δυστυχώς είναι πολλοί. Στην ηγεσία, φιλία, έρωτα, συνεργασία, ο ένας βλάπτει πισώπλατα τον άλλο.

Ο άνθρωπος έχασε από μέσα του το Χριστό, και κάνει ό,τι του αρέσει χωρίς να σκέφτεται αν ειν’ αυτό το σωστό ή δεν είναι. Μπορεί τώρα να κάνεις κάτι, να πειράξεις κάποιον για να’ χεις κάποιο συμφέρον, αλλά το τέλος τι είναι; Δύο μέτρα, κατεβαίνεις κάτω γυμνός, όπως ήρθες γυμνός και τελειώνει ο αγώνα. Λοιπόν, γιατί να γίνεσαι έτσι κακός;

Τελειώνει ο μονόδρομος του ατομισμού…

Έτσι.

Είχαμε λοιπόν πισωχτυπήματα;

Πάντα υπάρχουν αλλά πάντα τους δικαιολογούσα.

Πάντα τους δικαιολογούσατε;

Βεβαίως! Ένας που παίζει μουσική, δε μπορεί να είναι κακός, μέσα του έχει πράματα. Βγαίνει μουσικός, έχει κάποια ανάγκη, αλλά επειδή δεν είναι δυνατός μουσικός ή δεν έχει τόσο τύχη, δεν έχει δουλειά. Αλλά το παιδί ζητάει φαΐ. Λοιπόν, αυτός, θα μπορέσει να πάει να βάλει φιτιλιές, ρουφιανιές, για να φύγεις απ’ τη δουλειά να την πάρει αυτός, αλλά εδώ είναι το δικαιολογητικό. Δε το κάνει γιατί είναι κακός. Είναι γιατί θέλει δουλειά και δε βρίσκει δουλειά. Τι θα κάνει… άμα πεινάει το παιδί σου, θα κάνεις ό,τι κακό υπάρχει. Εγώ τώρα, αυτό το έζησα, είτε επειδή ήμουνα ταλέντο, επειδή είχα όνομα, επειδή, επειδή, πολλά επειδή, δεν είχα ανάγκη από δουλειά, μία έφευγε, δύο ερχόταν. Δύο φεύγαν, δέκα ερχόντουσαν. Για να καταλάβεις, σε ένα μαγαζί έκατσα 20 χρόνια. Ξεκίνησα με 300 δολάρια τη βδομάδα και μέσα σε δύο, τρία χρόνια τα’ φτασα 800. Ξέρεις γιατί;

Το αφεντικό ήταν μουσικός, κι ήθελε να με διώξει για να ικανοποιηθεί ότι δεν είμαι ο μόνος που μπορώ να κάνω αυτή τη δουλειά. Με έδιωχνε μετά από ένα χρόνο και μετά από μια βδομάδα με φώναζε στο τηλέφωνο: «Steve, you gone come back». «I so yes but I need more money». Το ένα διώξιμο έγινε 350, το άλλο διώξιμο έγινε 400, 450, στο τέλος φτάσαμε τα 800, κι όταν έπαιξα μια μέρα στο γάμο του, αφού είχε κλείσει το μαγαζί πια, μου λέει, «εσύ αν ήθελες θα μου’ παιρνες και τα σόβρακα». Του λέω, «γιατί το λες αυτό, εγώ πληρωνόμουνα καλά». «Ναι αλλά δεν είχες καταλάβει κάτι. Ότι εσύ ήσουν το κλειδί του μαγαζιού μου». Του λέω, «δεν πειράζει, εγώ ικανοποιήθηκα, γνώρισα ανθρώπους». Μουσικούς και τραγουδιστές, που ήταν στην πατρίδα τους όπως ήταν εδώ ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικότσης, δηλαδή φίρμες μεγάλες στην Περσία, στην Αραβία, μέχρι απ’ τις Ινδίες είχαμε. Ήτανε και μεγάλη ευκαιρία, να γνωρίσω αυτό το είδος της μουσικής το οποίο με ωφέλησε κι όλας, γιατί όπου πήγαινα και το’ παιζα, βλέπαν ότι παίζω κάτι άλλο που οι άλλοι δε το παίζαν.

Τα ελληνικά ονόματα εκεί; Καζαντζίδης.

Τον ξέρουν όλοι. Και να σου πω τι γινότανε; Όταν σχολάγαμε, πηγαίναμε για πρωινό σε restaurant. Εκεί είχαν τα τζουντ μποξ κι έπαιζες το δίσκο που ήθελες. Σε όλους τους δίσκους είχε, «δε με πονάς, δε μ’ αγαπάς» Γαβαλάς, Μπιθικότσης. Τους δίσκους που τραγούδαγε ο Καζατζίδης, δεν είχε το όνομά του, είχε, «ο Θεός», το πιστεύεις;

Ποια η σχέση σας μαζί του; Προσιτός; Μπορούσατε να επικοινωνήσετε; Ένιωθε κάποιος ανώτερος απ’ τον άλλο;

Όχι, όχι ο Στέλιος! Δεν ξέρω τι λένε οι άλλοι. Πρώτα πρώτα, ο Στέλιος ήταν ηθικό στοιχείο, ηθικότατο στοιχείο. Δηλαδή, μπορούσες να τον βάλεις μες στο σπίτι σου, και να’ χεις πέντε αδερφές κούκλες, κι αυτός να είναι κύριος γιατί είναι «ο φίλος!» Εγώ έχασα παραπάνω απ’ το 50% το λόγο για τον οποίον έρχομαι στην Ελλάδα. Ερχόμουν εδώ, με περίμενε στ’ αεροδρόμιο. Ερχόταν 6, 7 η ώρα τ’ απόγευμα κι έφευγε 4 η ώρα το πρωί. Συναντιόμασταν στην Ηλιούπολη, στης αδερφής μου το σπίτι.

Μένατε Αμερική αλλά ήσασταν κι εδώ. Παίξατε στο κέντρο με Καζαντζίδη…

Εγώ, έφυγα απ’ τον Καζαντζίδη για Αμερική. Το 63, 62, 61, ο Καζαντζίδης ήτανε σε ένα μαγαζί που λεγόταν Κουλουριότης, στην παραλία του Μοσχάτου. Φυσικά δεν ήταν μόνο ο Καζαντζίδης, πολλές φορές είχαμε κι άλλα ονόματα μαζί.

Ζαμπέτας.

Ο Ζαμπέτας, απ’ τα καλύτερα παιδιά. Δεν μπορεί να πει κανένας μα κανένας κάτι κακό για το παιδί αυτό. Όπου πήγαινε ήθελε να με έχει ακορντεόν, στους δίσκους δηλαδή. Για να καταλάβεις, απ’ το Ζαμπέτα, αγόρασα μέσα σε ένα χρόνο σπίτι στον Άλιμο.

Τότε κάναν περιουσίες απ’ την ποιότητα και τώρα απ’ το εμπόριο.

Ναι. Τότε παίρναμε λεφτά, τώρα δίνουνε λεφτά. Έχει χάσει η μουσική την αξία της. Πληρώνεις για να γίνει ο δίσκος. Το είχα δει πολύ πιο πριν ότι η μουσική βαδίζει τον κατήφορο. Και πριν δέκα χρόνια, ενώ είχα πολύ ωραίο συγκρότημα, το διέλυσα και τους είπα, «γιοκ μουσική».

Μπιθικώτσης.

Είχαμε σχέσεις. Κι αυτός στην Τριάνα του Χειλά, μπουζούκια. Ο Κωστάκης ο Παπαδόπουλος με τον Λάκη τον Καρνέζη κι είχαμε σχεδόν δύο ορχήστρες. Μεγάλο μαγαζί. Έπαιρνε 1.500 άτομα. Δούκισσα, Ευσταθίου, ο Στέλιος ο Ζαφειρίου, Βαρτάνης… Να σου πω και κάτι που μου εκμυστηρεύτηκε ο Ζαμπέτας. Ήταν οι κακές εποχές της λαϊκής μουσικής. Δουλεύανε μαζί σε ένα μαγαζί και δεν πάταγε άνθρωπος.

Α, είχαμε και τέτοια, έτσι;

Είχαμε. Στην αρχή, αυτοί οι καημένοι βάλανε «στήθος», για να βρούμε εμείς εύκολους δρόμους να περπατήσουμε. Αυτοί περπάταγαν πάνω σε βράχους και καρφιά. Και οι δύο είχαν οικογένειες. Ήτανε Χριστούγεννα, και λέει ο Μπιθικώτσης του Ζαμπέτα, «ρε συ, δε πάμε να τα πούμε; (τα κάλαντα) Κι αφού έτσι κι αλλιώς στο μαγαζί δε πατάει άνθρωπος». Και βγήκανε και τα’ πανε και μαζέψαν και πολλά λεφτά, χαρούμενοι, ότι θα μπορούν να ψωνίσουν για τις οικογένειες. Γυρνάνε στο μαγαζί για να παίξουν, αν υπάρχει κόσμος, κι ήτανε φουλ το μαγαζί και πήραν κι από κει πολλά λεφτά. Γιατί αν δεν είχε το μαγαζί λεφτά, τα’ παιρνες τον άλλο μήνα.

Ήταν όλα, στην ουσία, μία οικογένεια, δεμένα μεταξύ τους…

Πρώτα, πρώτα, δεν υπήρχε αντιζηλία…

Προσωπική ζωή;

Μου’ λειψε πολύ η οικογένεια, μεγάλωσα με τη γιαγιά μου. Ήθελα πάντα να βρω μια κοπέλα να κάνω οικογένεια. Μ’ άρεσε. Οπότε, μια φορά, ήμουν στο νοσοκομείο, και ήρθε η γυναίκα μου η σημερινή με την ξαδέρφη μου να με επισκεφτούν. Και είδα ένα κορίτσι πολύ όμορφο που μ’ άρεσε, και της λέω, κατευθείαν δηλαδή, «θέλεις να παντρευτούμε;» Τρελάθηκε αυτή, σου λέει, τρελός είναι; Μ’ άρεσε, της άρεσα, μετά από ένα μήνα που βγήκα απ’ το νοσοκομείο, της λέω, «τώρα πρέπει να αρραβωνιαστούμε». Ο Καζαντζίδης μας άλλαξε της βέρες, το ’63.

Όταν ένας άντρας λέει, «θέλεις να παντρευτούμε», τόσο απλά, ξαφνικά κι αληθινά μαζί, τι σημαίνει; Γιατί δε συμβαίνει σήμερα, και βλέπουμε 8 χρόνια σχέση, 4 χρόνια σχέση, και παραμονές του γάμου να διαλύονται όλα; Τι ίσχυε τότε σ’ αυτές τις δικές σας τις καρδιές;

Η χημεία. Βέβαια, η χημεία είναι. Ξέρεις απ’ την αρχή όταν δεις έναν άνθρωπο, αν θα συνεχίσεις ή όχι. Εμείς πήγαμε καλά. Πέντε παιδιά, επτά εγγόνια, ζούμε στην Αμερική, ήτανε πάντοτε πολύ καλή μάνα και πολύ καλή σύντροφος!

Είχατε όμως μια μεγάλη βάση και πολύ βαριά, που δε ζυγίζεται σε καμία ζυγαριά του κόσμου, αγάπη, εκτίμηση σεβασμό.

Βέβαια! Μέχρι τώρα, λείπει ο ένας απ’ τον άλλο λίγο καιρό, κι αισθανόμαστε…

Ένα μήνυμα για τους νέους.

Να κάνουν αυτό που πιστεύουν αλλά να το κάνουν σωστά. Άμα βάλει την καρδιά του να ερωτευτεί, να αγαπήσει, ή να δει κάποιον τον οποίον τον αδίκησαν, θα’ ρθουν μόνα τους τα λόγια. Ένα κοινωνικό τραγούδι. Γιατί αυτό το πράμα σ’ αυτόν τον άνθρωπο;

Να σκύψει δηλαδή στον εσώτερο εαυτό.

Έτσι ακριβώς. Θα μου δώσεις το βιβλίο και σου υπόσχομαι ότι θα το διαβάσω όλο. Θα σου ευχηθώ μια πολύ καλή σταδιοδρομία, με πρώτο την υγεία, και δεύτερο, να ζεις όπως εσύ θέλεις, κοντά στο Θεό, κοντά σε βάσεις καλές, γιατί τις έχεις. Μη τις χάσεις. Το ξέρω ότι τις έχεις. Είσαι κοντά στο Χριστό.